Κεφάλαιο 6: Χυμοί Εκδίκησης

Σκίζω με μεγάλους διασκελισμούς το νερό, που στη δύναμή μου υποχωρεί άτακτα και χώρο μου ανοίγει.

Ακούω πίσω μου την φωνή της. «Ε, που πας; Γιατί φεύγεις;»

Αγνοώ τις εκκλήσεις της να επιστρέψω και ακάθεκτος βγαίνω στην αμμουδιά. Φοράω όπως όπως τα ρούχα μου και με βήμα ταχύ αφήνω στα κρύα του λουτρού τη νεαρή Αγγλίδα. Μέσα μου νιώθω σαν στρατιώτης που εγκαταλείπει ντροπιασμένος το πεδίο την μάχης, ρίψασπις. Με το ηθικό καταρρακωμένο και το κεφάλι κατεβασμένο, ξεκλειδώνω την πόρτα του δωμάτιου μου και πέφτω μπρούμητα στο κρεβάτι, όπως είμαι βρώμικος από την άμμο και την αλμύρα της θάλασσας.

Advertisements
Ad 14

Βαριανασαίνω, το μυαλό μου τρέχει συνεχώς στη γυναίκα που υπαίτια είναι για τον ξεπεσμό μου. Για τις ενοχές που με βαραίνουν και τις ερινύες που με κατατρέχουν τα βράδια, τις νυχτιές που εφιαλτικά κυλούν και με παρασύρουν στην άβυσσο. Ακόμα ακόμα και για τις φωταψίες που απρόσκλητες έρχονται κάθε τόσο, εκεί, στις κόγχες των ματιών μου και με τρομοκρατούν, γιατί γνωρίζω πως είναι μαντατοφόροι αυτού που θα ακολουθήσει και δεν είναι άλλο παρά ανυπόφορος πονοκέφαλος.

Πετάγομαι όρθιος για να προλάβω και από την βαλίτσα μου βγάζω ένα μικρό σακίδιο. Στη μπροστινή τσέπη με το φερμουάρ, έχω φυλάξει ισχυρό αναλγητικό. Παίρνω ένα χάπι προληπτικά και φροντίζω να δημιουργήσω συσκότιση, κλείνοντας όλα τα φώτα. Ανοίγω το κλιματιστικό και περιμένω ήρεμος να ανταμώσω με το κρύο και τον πόνο. Ξέρω πως θα περάσει, όσο ισχυρό και αν είναι το πέρασμά του θα το υπομείνω. Εμένα άλλη είναι η μάστιγα που με καταδιώκει και από αυτή αδύνατο είναι να γλιτώσω.

Αλίμονο, με καταδιώκει η οπτασία της, την αντικρίζω ακόμα και στο πρόσωπο αλλοδαπών γυναικών που και μόνο με τη σιλουέτα τους εξιτάρουν τη φαντασία. Θεέ μου, είμαι δέσμιος του έρωτά μου για εκείνη.

Το ξημέρωμα με βρίσκει σωστό ράκος. Ξενύχτησα με αφόρητους πόνους, μόνο λίγο πριν έρθει το χάραμα κατάφερα να απαλλαγώ από το άλγος. Αναρωτιέμαι τι να κάνει.

Ξύπνησε άραγε; Ξύπνησε! σιγομουρμουρίζω βέβαιος.

Έξω ξημέρωσε για τα καλά, το φως της ημέρας γλυκά θα αγκαλιάζει τα μουσκεμένα από ιδρώτα και από τους χυμούς του έρωτα, από τη συνουσία με κάποιον άλλο άντρα, σεντόνια της. Είμαι σίγουρος πως από ώρα θα έχει σηκωθεί και ακόμα υπναλέα, αφού προηγουμένως έχει ανακτήσει την κυριαρχία των σκέψεών της, ξυπόλυτη, θα έχει κινηθεί προς το βεστιάριο για να προμηθευτεί ό,τι αυτή κρίνει αναγκαίο για να δώσει άλλη μια παράσταση.

Μόνο που δεν φυλάγει ρούχα ή κουστούμια ιδεατά, παρά μονάχα προσωπεία. Θα έχει απλώσει ήδη το χέρι της, έτσι όπως συνηθίζει να το τείνει στους ανθρώπους, και θα έχει πάρει την αγαπημένη της προσωπίδα. Αυτή της χαμογελαστής και ανέμελης κοπέλας. Είχε συχνά διεισδύσει με δαύτη στις ψυχές των ανθρώπων και αφαίμαξη έκανε μεγάλη στα συναισθήματά τους. Κι όταν τους στράγγιζε από της ψυχής τα όμορφα χαρίσματα, άδειους και αποσαθρωμένους, στρεφόταν επιδεικτικά προς καινούργια λεία.

Μόνο που δεν κατάλαβε πως, αντάμα με των άλλων, μαύριζε και η δική της ψυχή, πως τα μάτια της έπαψαν από καιρό να βλέπουν και στη θέση τους δε φέγγει εκείνο το μαγικό φως, αλλά χάσκουν δυο φρικαλέες, αδειανές κόγχες. Ούτε που κατάλαβε πώς γύρισε ο κόσμος ανάποδα, πώς ήρθε ο καιρός που όλοι την υποπτεύονται και αποφεύγουν να πλησιάσουν.

Καγχάζω! Κάτι τέτοιο ποτέ δε θα συμβεί. Όλοι δουλικά γίνονται με μια της ματιά.

Θεέ μου, είναι ρυπαρή, ένα μίασμα που προσοχή της δίνουν μονάχα οι όμοιοί της και, αλίμονο, εγώ πιότερο από όλους. Ένα βδέλυγμα που μήτρα αθώα γεννοβόλησε.

 Ξεκινάει όμως μια άλλη μέρα.

Καταβάλλω προσπάθειες να μη χαλάσω την παρέα και τα καταφέρνω να υποκρίνομαι τον αδιάφορο με ικανοποιητικά  αποτελέσματα. Έχουμε κανονίσει να πάμε για μπάνιο στην παραλία του Λαγανά. Δεν είμαι ξετρελαμένος η αλήθεια είναι. Η φήμη του, βλέπεις, δεν συνάδει με τα δικά μου γούστα -είμαι χαμηλών τόνων και όχι έντονων συγκινήσεων. Αλλά δεν τους χαλάω το χατίρι.

Κι όμως, η πλαζ ξεπερνά τις καλύτερες προσδοκίες μου. Αν και σφύζει από κόσμο, εμείς πιάνουμε ομπρέλα σε μια υπαίθρια καφετέρια, πάνω σε γκαζόν μάλιστα, και απολαμβάνουμε τον ήλιο. Εγώ αφήνω τις αχτίδες του να σαρώσουν το ήδη μελαμψό μου σώμα και κλείνω τα μάτια. Με παίρνει γλυκός ύπνος, αυτός που απεγνωσμένα επιζητούσα αποβραδίς αλλά ουδέποτε ήρθε. Πότε πότε οι στασιαστές της βούλησής μου, οι δυο καστανοί μου αντικομφορμιστές, πιέζουν τα βλέφαρά μου που ανοίγουν σαν μικροί φεγγίτες και ρίχνουν κλεφτές ματιές προς τη Φανή.

Το αψεγάδιαστο σώμα της επιβουλεύεται την κυριαρχία μου και κινδυνεύω να αποκαλυφθώ. Με κόπο καταφέρνω να αποστρέψω το βλέμμα από τον πειρασμό και να γυρίσω τον κορμό του σώματός μου αντίθετα από τη μεριά της. Βλέπω μετά από λίγο τον φίλο μου να περνάει από μπρος μου, πατώντας πάνω στη χλόη. Κεφάτος κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Δεν περνάνε παρά ελάχιστες στιγμές όταν ακούω μέσα στα αυτιά μου μια γλυκιά ψιθυριστή φωνή.

«Πόσο ακόμα θα αντιστέκεσαι; Το ξέρεις πως μακριά μου δεν μπορείς, τί θα κάνεις αν στα αλήθεια με χάσεις; Ώρες, ώρες σκέφτομαι πως θα είχε πολύ ενδιαφέρον να δω τις αντιδράσεις σου. Σίγουρη είμαι πως κυλιέσαι στα πατώματα για χάρη μου».

Σουφρώνω τα χείλη. Αποφεύγω να απαντήσω, τί να πω άλλωστε; Να διαψεύσω τα λόγια της που μαχαιριές μου επιφέρουν στα κατάβαθα του στήθους; Δεν υπάρχουν αδιέξοδα λένε κάποιοι δοκησίσοφοι, κάποιοι που δεν αγάπησαν, που δε βίωσαν του πόθου την παραζάλη, αλλά εγώ είμαι σμιλεμένος με άλλα υλικά, εύθρυπτα στα χέρια μια γυναίκας. Υλικά γεμάτα αντιθέσεις, τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Αγάπη και μίσος συνυπάρχουν μέσα μου, από την αρχέγονη σύγκρουση και την αέναη μάχη τους, πότε το ένα και πότε το άλλο υπερισχύουν, δυστυχώς πάντοτε χαμένος βγαίνω εγώ.

Μία ώρα μετά, το μπάνιο παίρνει τέλος. Ευκαιρία να ξαναβρώ τον εαυτό μου και την ανάταξη της ψυχραιμίας μου, επιτέλους. Η Φανή θέλει να αγοράσει ένα αναμνηστικό από τη Ζάκυνθο. Μπαίνουμε σε ένα μαγαζί με είδη δώρων. Εκείνος, πάντα εκείνος, της προτείνει να πάρει μια μαύρη μπλούζα με τα αξιοθέατα του νησιού, σε στάμπα, στο μέρος του στήθους. Συμφωνεί.

Η γνώμη μου δεν μετράει και δεν παίρνω θέση σαν με ρωτάει για λόγους τυπικούς. Είμαι σίγουρος πως ό,τι και να της έλεγα, το αντίθετο θα έκανε. Τελικά την αγοράζει. Η ιδιοκτήτρια του καταστήματος μας προτείνει να φάμε σε μια ταβερνούλα, λίγο πιο μακριά. Μας δίνει και μια εναλλακτική για μπάνιο, σε μια μικρή, γραφική παραλία. Για να φτάσεις εκεί πρέπει να πας με το αμάξι.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 16: Όμοιοι με πικραλίδες οι άνθρωποι

Τρώμε καλά, με λαϊκούς βάρδους να μας συντροφεύουν στο γεύμα. Με το στομάχι γεμάτο, στρατοκόποι γινόμαστε και περιδιαβαίνουμε τις χωμάτινες ερημιές, δίνοντας τες υπόσταση. Χανόμαστε. Κάποτε, όμως, βρίσκουμε το δρόμο. Πραγματικά ανταμειβόμαστε για την επιμονή μας. Μας αποζημιώνει η απαράμιλλη ομορφιά που τόσο πολύ με ελκύει.

Δάφνη ονομάζεται η παραλία και ο δρόμος για να φτάσεις εκεί είναι χωμάτινος. Περνάμε μέσα από μια ταβέρνα με υπέροχες καφέ ομπρέλες και όμορφες μυρωδιές από κρεατικά και ψαρικά καλο-μαγειρεμένα. Κολυμπάμε για ώρα πολλή, μέχρι αργά το λιόγερμα. Στο τέλος τιμάμε και την κουζίνα της ταβέρνας, καθώς παραγγέλνουμε ένα πιάτο από ποικιλία ψαρικών. Αποχωρούμε, ομολογουμένως ευαρεστημένοι. Επιστρέφουμε στο κατάλυμά μας και ορίζουμε ραντεβού στο μπαλκόνι τους, λίγο μετά τις δέκα.

Απέναντι από το συγκρότημα κατοικιών όπου φιλοξενούμαστε, υπάρχει μια αλάνα, και εκεί στη φρυγμένη γη, στην κιτρινισμένη από την ανομβρία χαμηλή βλάστηση, οι γρύλλοι ξεφαντώνουν. Τα τερετίσματά τους μου προσφέρουν ένα αίσθημα γαλήνης, θα μπορούσα να τους ακούω με τις ώρες, όμως περισσότερο από αυτό μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στη Φανή. Να την ακούω να μιλάει και καμιά φορά σεληνιασμένος θαρρείς, αλαφροΐσκιωτος και ονειροπαρμένος, να χάνομαι κάτω από την αστροφεγγιά και στο άλως του προσώπου της, που ντύνεται από τον προαιώνιο συνοδοιπόρο της γης, το φεγγάρι και το σεληνόφως του, να ανταριάζομαι και μόνο με την παρουσία της.

Καθίσαμε πολλές ώρες στο τσιμεντένιο μπαλκονάκι, κάπου κάπου κοιτούσα φοβικά και γεμάτος ενοχές το μαγιό της, που το είχε απλωμένο στο σύρμα για να στεγνώσει. Οι γλώσσες που λύνονται, οι μπύρες που χύνονται καμιά φορά σαν η κατανάλωσή τους αγγίξει τα όρια της υπερβολής, και η συντροφιά της που τόσο μου αρέσει, με κράτησαν ξύπνιο μέχρι το γλυκοχάραμα.

Καληνυχτίζουμε αντί να καλημερίσουμε και εγώ πέφτω ξερός στο κρεβάτι μου. Το ταξίδι του παραλογισμού καλά κρατεί. Όταν είμαι στο πλάι της πρέπει να διατηρώ αποστάσεις ασφαλείας, και όταν απομακρύνομαι από τον πόθο φαντασιώνομαι πως την αγγίζω, πως αμέτρητες φορές την κάνω δική μου, χωρίς ηθικές αναστολές να μπαίνουν ανάμεσά μας.

Λίγο πριν χαθώ σε ονείρατα γλυκά αλλά και όπως πάντα ανέφικτα να υλοποιηθούν, το ιντερλούδιο που με μεταφέρει σε άλλο χρόνο και σε άλλο πρόσωπο, δυστυχώς, είναι το βουητό στα αυτιά μου(απόρροια του ποτού) και η σκέψη μου, η ατίθαση και απροσάρμοστη στις επιθυμίες μου, με αλαργεύει στην Ελπίδα των παιδικών μου χρόνων, στον εφιάλτη που βίωσε εκείνη την εποχή και που υπεύθυνος γι’ αυτόν ήμουν εγώ. Και ενώ δημιουργούνται στο θυμικό μου αναταράξεις, έρχεται και ο αναγραμματισμός. Και η Ελπίδα, στη στιγμή έγινε λεπίδα και χαρακώνει την καρδιά μου.

 

Μαύρη μπλούζα φοράω, μαύρη σαν τη σαρακοφαγωμένη ψυχή μου. Οδηγώ με ταχύτητα παραπάνω από το επιτρεπτό, δίπλα μου κάθεται αυτή, ο φίλος μου προτίμησε τις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου. Θέλει λέει να παρατηρεί τη διαδρομή με την ησυχία του. Είναι όντως όμορφη η διαδρομή της ορεινής Ζακύνθου. Κατάφυτο το νησί και οι ηλιαχτίδες συχνά δίνουν μάχη για να διαπεράσουν την πυκνή του βλάστηση.

Σκαρφαλώνω στην κορυφή του νησιού και φτάνω στο χωριό Αναφωνήτρια. Σε ένα γραφικό καφενεδάκι κάνουμε μια στάση για καφέ. Στο πνεύμα του καταστήματος παραγγέλνω έναν μέτριο ελληνικό και τον απολαμβάνω με την ησυχία μου. Από τη νεαρή κοπέλα που μας εξυπηρετεί, παίρνουμε πληροφορίες για το Ναυάγιο, το φημισμένο αξιοθέατο της Ζακύνθου.

Στο μισάωρο ξεκινάμε για να φτάσουμε σε ένα μέρος που μας προσφέρει υπέροχη πανοραμική θέα. Στη βεράντα, τον μεταλλικό πρόβολο δηλαδή που έχει στηθεί για να βγάζουν οι τουρίστες φωτογραφίες, εγώ παίρνω μια πόζα που είμαι σίγουρος πως είναι θλιμμένη. Στην ίδια θέση, οι δυο τους, την ώρα που τους βγάζω φωτογραφίες δείχνουν πολύ χαρούμενοι. Αυτή η σχέση είναι ετεροβαρής.Η Φανή είναι απείρως ομορφότερη, σκέφτομαι κακόψυχα, αδικώντας κατάφωρα τον φίλο μου που μόνο άσχημο δεν μπορείς να τον πεις.

Αφήνω το ένστικτό μου να με οδηγήσει και παίρνω από πίσω δυο νεαρές πολωνέζες που γεμάτες χάρη αναζητούν ένα σημείο ανάμεσα στα κατσάβραχα και τη χαμηλή, ανθεκτική στα ανεμοβόρια, πόα. Διαλέγουν ένα εκπληκτικό μέρος να φωτογραφηθούν και εγώ γεμάτος προθυμία αναλαμβάνω, μετά από παράκληση τους, να τις εξυπηρετήσω. Είναι και οι δυο τους πολύ όμορφες, η επιτυχία είναι δεδομένη. Στη συνέχεια για να ανταποδώσουν με καλούν να καθίσω και να πάρω και εγώ θέση στο ιδανικό εκείνο σημείο και να με φωτογραφήσουν. Άλλο που δεν θέλω. Αυτή τη φορά το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό. Το αριστερό μου χέρι σαν μέγγενη σφίγγει το δεξί στο μέρος του καρπού, τα χείλη σφαλισμένα τα κρατώ στο πρόσωπο μου, όμως καταφέρνω να προσδώσω ύφος που δεν είναι άγριο.

Έχω μαλακώσει κάπως από τις χάρες του ευλογημένου ετούτου τόπου. Μου επιστρέφουν τα δυο νεαρά κορίτσια το κινητό και κοιτώντας την κάμερα μένω ιδιαίτερα ικανοποιημένος από αυτό που βλέπω. Το ναυάγιο που σαπίζει και οξειδώνεται απέμεινε ξανά μονάχο, εκεί κάτω, στα αφιονισμένα νερά, ειδικά την περιόδο του Χειμώνα, τσακισμένο από τους αέρηδες και τις κακουχίες, αφού το ναυάγιο στην κορφή του βουνού, βρήκε το κουράγιο να μαζέψει τα ερείπια του και να παρουσιάσει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Χαρούμενος δείχνω τη φωτογραφία στη Φανή.

«Ωωω! Πολύ καλή! Θα έλεγα πως προσεγγίζει την πραγματικότητα. Αλλά και πάλι, εσύ είσαι ακόμα καλύτερος, μωρό μου». Μου κλείνει μια ματιά και φιλήδονα δαγκώνει το κάτω χείλος.

Νιώθω ένα ρίγος να σκίζει στα δυο την πλάτη μου, φαινόμενο συχνό σαν το κορίτσι αυτό εξυμνεί κάποια από τις αρετές μου.

Φεύγουμε, εγώ χαμένος στις σκέψεις μου ούτε που αντιλήφθηκα πως φτάσαμε στην περιοχή του φάρου. Οδηγός να σου πετύχει! Από εκεί θα πάρουμε ένα ταχύπλοο για να πάμε στην παραλία του Ναυαγίου. Κουνάει πολύ, το μπροστινό μέρος του σκάφους συχνά χτυπάει στα βράχια -ευτυχώς έχουν προνοήσει και τοποθέτησαν λάστιχα για να απορροφούν τους κραδασμούς- σαν ο νεαρός καπετάνιος του το φέρνει στον μικρό όρμο για να μας πάρει και να μας μεταφέρει στο πολυπόθητο προορισμό μας.

Κάθεται δίπλα μου, επιτηδευμένα πολλές φορές αφήνει το σώμα της να πέσει πάνω στο δικό μου. «Δε φταίω εγώ, τον βλέπεις πως το τρέχει ε;» Χασκογελάει και με χτυπάει με την μικρή της γροθιά ψηλά πάνω από το γυμνό μου γόνατο. Είχαμε αλλάξει νωρίτερα και οι τρεις μας πίσω από κάτι θάμνους, στο μέρος όπου άφησα το πολύπαθο αυτοκίνητο μου. Οι άντρες μείναμε μονάχα με τα μαγιό. Η Φανή φοράει και ένα λευκό σορτσάκι. Έχει και ένα σάκο μαζί της. Ξεχνιέμαι. Περνάμε τόσο ωραία. Ξαπλώνουμε στην λευκή άμμο, κολυμπάμε σε νερά τουρκουάζ, από τον ενθουσιασμό της με αγκαλιάζει κάθε τόσο, ενώ και ο αδερφός μου με χτυπάει φιλικά στον ώμο. Παρέες αλλοδαπών βρίσκονται διασκορπισμένες τριγύρω μας, μια μελαμψή Γαλλίδα με κοτσιδάκια στα μαλλιά δεν σταματάει να γελά, ο φίλος της κατάξανθος και πανύψηλος δεν χάνει ευκαιρία να την αγγίζει. Τα χαϊδολογήματα τους δεν περνούν απαρατήρητα από τη Φανή.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 3: Σκιές

«Ο έρωτας δεν κρύβεται!» Με κοιτάει με νόημα.

«Εκτός κι αν είναι ανομολόγητος». Απαντώ και της ρίχνω μια ματιά γεμάτη υπονοούμενα.

«Ο ανομολόγητος έρωτας είναι συνώνυμο της ατολμίας». Ανταπαντά και σηκώνει τα φρύδια περιπαιχτικά.

Κατεβάζω το κεφάλι. Την κοιτάζω στραβά. Δεν κρατιέμαι και της λέω με ύφος καυστικό. «Καμιά φορά δεν είναι! Η σιωπή πληγώνει, η εξομολόγηση σκοτώνει!»

Αναριγεί! Το πρόσωπο της σκοτεινιάζει. Με κοιτάζει άγρια. Σκυθρωπή κατεβάζει και αυτή το κεφάλι και η συζήτηση κόβεται έτσι απότομα.

Νιώθω τα μηνίγγια μου να πετάγονται, πάλι τα έκανα θάλασσα. Είμαι φανερά πια έξω από τα νερά μου. Έσπειρα καταιγίδες, το ξέρω, και δυστυχώς απάγκιο δεν υπάρχει ολόγυρα για του λόγου μου.  Αντιθέτως η Φανή βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του. Σφίγγω τις γροθιές μου, οι αντιδράσεις μου είναι, όπως πάντα σχεδόν, αυτοκτονικές. Ο ακατάβλητος εγωισμός μου, αυτός που σε χίλιους μπελάδες με έχει μπλέξει, έκανε και πάλι το θαύμα του.

Μετακινούμαι αμίλητος και πηγαίνω να καθίσω στη σκιά του σαθρού κουφαριού, λέω να δώσω λίγη ψυχή στο σκαρί, που το έχει φάει το αγιάζι, λίγη ψυχή από αυτές που μαραζώνουν και τις τρώει η σήψη. Ωραία παρέα θα κάνουμε, μονολογώ χαμηλόφωνα, για να μην μ΄ ακούσει κανείς. Περιμένω να περάσει η ώρα, το βλέμμα χάνεται σε εικόνες ανθρώπων ευτυχισμένων, χαρούμενων και, το κυριότερο, ερωτευμένων.

Χώνεται το σκάφος στις σπηλιές τις γαλάζιες που το όνομά τους ξακουστό είναι στα πέρατα του κόσμου, βυθίζομαι και εγώ στα άδυτά του… Με περηφάνεια ο οδηγός μας υποδεικνύει που να κοιτάξουμε για να εκτιμήσουμε καλύτερα τα κάλλη των σπηλαίων, όλοι προσηλωμένοι τον συμβουλεύονται. Όλοι εκτός από μένα που έχω μάτια μόνο για κείνη.

Με άγριους κυματισμούς επιστρέφουμε στη βάση μας. Λυσσομανάει η θάλασσα, αφρίζουν τα νερά και τα κύματα ορθώνονται άγρια, εγώ, αν και παρατηρώ τη νηφαλιότητα που διακρίνει τον καπετάνιο, δεν είμαι το ίδιο άνετος. Φοβάμαι! Δαγκώνομαι για να μην αποκαλυφθώ. Μόνο που δεν είναι της θάλασσας το αντάριασμα που με τρομάζει. Είναι ο πόλεμος που γίνεται μέσα μου και που έντονα ανησυχώ πως δεν θα καταλαγιάσει αν δεν βρει εκτόνωση.

Παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο και κάνουμε στάση στο χωριό Βανάτο. Έχουμε ακούσει πολύ καλά λόγια για μια ψησταριά και λέμε να δοκιμάσουμε την κουζίνα της. Μια μεγάλη στα χρόνια γυναίκα μας ενημερώνει που το κατάστημα λειτουργεί μονάχα το βράδυ. Φεύγουμε άπραγοι και νηστικοί, τι κρίμα! Οι δυο τους αποφασίζουν να τσιμπήσουν κάτι σε ένα ταβερνάκι δίπλα από το κατάλυμά μας. Εγώ πάλι επιλέγω να πάω στο δωμάτιο μου. Που διάθεση για φαγητό;

Ο φίλος μου παρατηρεί τις μεταπτώσεις στην συμπεριφορά μου. Δεν μένει άπραγος. Κάνει τα πάντα να μου ανεβάσει την διάθεση. Οι καλές του προθέσεις και οι προσπάθειες που καταβάλλει με γεμίζουν ενοχές και έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αποφασίζω να αποστασιοποιηθώ, να ξεπεράσω τον εαυτό μου και να κοιτάξω μπροστά.

Τις επόμενες δύο μέρες αποφεύγω τα πολλά πολλά με τη Φανή και εστιάζω στην παρέα του αδερφού μου. Έχω αποκρυσταλλωμένη άποψη. Η Φανή δεν μπορεί και δεν πρόκειται να γίνει δική μου. Νιώθω πολύ καλύτερα, μπαίνω σιγά σιγά σε κλίμα διακοπών. Αν και δε συμφωνώ, συναινώ να πάμε σε ένα θαλάσσιο πάρκο. Τρώμε σχεδόν όλη τη μέρα μας εκεί. Πόσο όμορφα περνάει όταν την αφήνεις να κυλήσει έτσι αδιάφορα…

Είναι απόγευμα, ετοιμάζομαι να βγω έξω. Το είδωλο στον καθρέφτη αποκαλύπτει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα μου. Μαλλιά σπαστά, χτενισμένα όπως όπως, ίσα να γυρνάνε προς τα πίσω. Μάτια που καιρό έχουν διάπλατα να ανοίξουν, πορτούλες που μονάχα χαραμάδες φωτός επιτρέπουν να τα διαπεράσουν, αγέλαστα χείλη και γκρίζοι κρόταφοι, εμποτισμένοι από μπογιές της θλίψης. Κάθομαι κατηφής σε μια καρέκλα και πέφτω σε περισυλλογή. Λαβωμένοι γνωμοδότες εμφυσούν ψυχρά κύματα πικρίας στο μυαλό μου.

Φτάνουμε στη Μπόχαλη. Τι ωραία θέα που προσφέρει αυτό το χωριό! Πίσω από καγκελόφραχτο τοιχίο, ένα πανέμορφο σκυλάκι έρχεται προς το μέρος μας και με τα πόδια όρθια ακουμπάει στη τσιμεντένια κουπαστή, λίγο πριν την προέκταση των κιγκλιδωμάτων. Περιμένει να το χαϊδέψουμε. Ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα. Είμαστε και οι δυο ευτυχισμένοι. Πόσο εύκολο είναι να δώσεις χαρά. Πόσο εύκολο είναι να δώσεις και δυστυχία… Πόσο άδολο και υπέροχο είσαι πλάσμα μου;

Καμία φυλακή δεν θα μπορέσει να σκλαβώσει την ψυχή σου. Το σκυλάκι από την χαρά του περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τον εαυτό του. Κοίτα να δεις που έχουμε πολλές ομοιότητες. Μόνο που εγώ τσακισμένος είμαι από τις δίνες αυτής που εσωστρέφεια τη λένε και σε ησυχία δεν μ΄ αφήνει. Οφείλω να ομολογήσω πως στη Ζάκυνθο έχω πιει μερικές από τις καλύτερες κρύες σοκολάτες της ζωής μου. Μία από αυτές μόλις τώρα απολαμβάνω. Κάτω στα πόδια μας η Ζάκυνθος δείχνει τόσο όμορφη! Μου ζητούν να τους βγάλω φωτογραφία, δεν τους χαλάω το χατίρι. Τραβάω με το κινητό της και σαν τελειώνω με την αποστολή που μου ανατέθηκε κοιτώ το αποτέλεσμα. Από όλες πιο όμορφη είναι η φωτογραφία όπου η σκιά μου ορατή γίνεται μέσα από την κάμερα. Σκιά στις ζωές των άλλων, μια πικραλίδα που παρασιτικά φυτοζωεί σε βάρος τους.

«Να σε βγάλω και εσένα μια φωτογραφία, αδερφέ; Τέτοια θέα δεν χάνεται! Και εσύ είσαι πολύ όμορφος, σήμερα». Από αλλού το περιμένω και από αλλού έρχεται. Τι ωραία θα ήταν να μου έλεγε αυτά τα λόγια εκείνη.

«Μπααα! Μου αρκεί αυτή πάνω από το ναυάγιο. Καλύτερη δύσκολα θα βγει. Σ΄ ευχαριστώ που προθυμοποιήθηκες, αδερφέ. Εξάλλου μετά από τη δική σας φώτο, το χάος». Νιώθω την ανάγκη να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ το σαρδόνιο ύφος της.

Κάθομαι απέναντί της. Τα βλέμματά μας σπανίως διασταυρώνονται, παιχνίδι νεύρων θα μπορούσες να το πεις ή και στρατηγικής αν θες. Στην παρτίδα αυτή υπάρχει ισοπαλία. Κερδισμένος ο κολλητός μου που έχει την προσοχή και των δυο μας, για ευνόητους, ασφαλώς, λόγους. Στη σκακιέρα, όμως, οι παίκτες δεν έχουν παίξει ακόμα τα δυνατά τους πιόνια.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 1: Η πρώτη συνάντηση

Κατά βάθος είμαι με την πλάτη στον τοίχο. Έχει με το μέρος της όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όμως, όμως… στη ζωή υπάρχει και το αναπάντεχο. Μελαχρινός από τη φύση μου και από του ήλιου τις καταιγιστικές πολιορκίες, δε μπορεί παρά να είμαι τα μαύρα, τα ζοφερά πιόνια της καταχνιάς, αυτά που χάνονται πίσω από αδάμαστα τοίχοι μοναξιάς. Ξανθιά από γεννησιμιού της, και ακριβοθώρητη για όσους θέλουν να την αγγίξουν, είναι τα λευκά, τα αναγεννησιακά και ολόλαμπρα, αυτά που θέλγουν και ακτινοβολούν. Άστρο φωτεινό!

Βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Πίσω μου, σε ένα άλλο τραπέζι, ακούω γυναικείες φωνές. Παιδιάστικες θαρρείς στο ηχόχρωμα και την ευθυμία. Τα τιτιβίσματα της ιλαρότητας ηχούν υπέροχα στα αυτιά μου. Μα αν δεν κάνω λάθος μια από τις νεανικές φωνές μου είναι γνωστή. Μπαίνω στον πειρασμό να στρέψω ολάκερο τον κορμό του σώματος μου για να δω. Το πρόσωπό μου φωτίζει από τη χαρά σαν αντικρίζω την φιγούρα της Helen. Τα αισθήματα φαίνεται πως είναι αμοιβαία. Δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της.

Ακολουθεί ένας εγκάρδιος ασπασμός που μόνο τυπικό δε θα τον χαρακτήριζες. Με δική μου πρωτοβουλία ενώνουμε τα δυο τραπέζια και γινόμαστε μια μεγάλη παρέα. Έχω επικεντρώσει όλη μου την προσοχή πάνω στη μικρή. Το ίδιο και εκείνη. Ασχολείται αποκλειστικά με μένα. Έπαψα να παρακολουθώ τη στιχομυθία των άλλων, συζητώ χαμηλόφωνα και για ώρα πολλή μαζί της.Πήρε να νυχτώνει, κάτω από τον έναστρο ουρανό αρχίζει να αποκτά νόημα η ζωή μου. Πόσο εύκολο είναι ένας και μόνο άνθρωπος να σου αλλάξει την διάθεση, αν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον για το πρόσωπό σου; Πέφτει στο τραπέζι πρόταση να πάμε για μπύρες, στη Ζάκυνθο. Στην κεντρική τους πλατεία.

Δυσανασχετώ αλλά δεν το δείχνω. Θα προτιμούσα να μείνω μόνος μου με τη γλυκιά κοπέλα. Αγνοώ την παρουσία της Φανής, είναι σαν να μην υπάρχει. Έχω μάτια μόνο για την Αγγλίδα. Στην Τρίτη μπύρα εμφανίζεται ένας τύπος που μιλά σπαστά ελληνικά. Μας χαιρετάει με μια βαθιά υπόκλιση. Προλογίζει ένα θέαμα που περιλαμβάνει μουσική και ακροβατικά. Μπορεί η προφορά αυτή να είναι και επιτηδευμένη, σκέφτομαι. Φοράει ρούχα παράξενα: Πολύχρωμες κάθετες γραμμές έχει η μπλούζα του, το πράσινο παντελόνι του φέρνει λίγο σε αυτά που φορούν οι κλόουν στο τσίρκο, μόνο που δεν είναι τόσο φαρδύ. Μια κομπανία από άτομα με παραπλήσια ενδύματα καταφτάνει και στήνεται απέναντί μας. Τοποθετούν τα μουσικά τους όργανα σε μικρούς αυτοσχέδιους μπάγκους και κάθονται και αυτοί εκεί.

Παίζουν πολύ όμορφα, ξεχωρίζει το μπάσο, δεν το περίμενα ομολογώ. Πάνω στους ώμους ενός γεροδεμένου άντρα, σκαρφαλώνει ένας νεαρός και αμέσως μετά μια ντελικάτη κοπέλα ανεβαίνει πάνω του. Δημιουργούν έναν ανθρώπινο πύργο. Νομίζω είναι το πιο εντυπωσιακό από όλα όσα κάνουν. Αποσπούν το χειροκρότημα του κόσμου. Πριν καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός, βγαίνουν βαθιά καπέλα από μέλη της παρέας τους και διάπλατα εκτείνονται για να προσφέρουμε τον οβολό μας. Παίρνουν και από εμένα δέκα ευρώ, που απλόχερα προσφέρω για να μη δείξω φειδωλός με τα χρήματα. Αφήνομαι έτσι χαλαρός από τη γλυκιά μέθη του ποτού, στις εξιστορήσεις της από τη ζωή στην πατρίδα.

Νύχτωσε για τα καλά. Η ώρα του αποχωρισμού, συλλογίζομαι στεναχωρημένος. Τουλάχιστον ανταλλάξαμε τηλέφωνα και την υπόσχεση πως θα ξαναβρεθούμε, πριν την αποχώρηση της, σε δύο μέρες,  από τη Ζάκυνθο. Έλα όμως που διαφορετικές είναι οι βουλές της Helen. Προς τέρψη μου συνεννοείται με την παρέα της και τους αποχαιρετάει. Θέλει λέει να με ακολουθήσει μέχρι τα άστρα. Η επιθυμία της διαταγή μου.

Στον γυρισμό νιώθουμε πως έχουμε φουσκώσει από το πολύ ποτό. Δεν αντέχω άλλο. Παρκάρω στην άκρη του δρόμου και φουριόζος τρέχω μέσα σε έναν ελαιώνα. Ανακουφίζομαι όταν ένα σύρσιμο μου δίνει να καταλάβω πως το ίδιο κάνει και ο αδερφός μου. Κοιτιόμαστε και γελάμε ανέμελα.

«Να θυμηθούμε τα παλιά!» Λέει και κουμπώνει το τζιν του.

«Ε, ναι!» Συμφωνώ.

Τα κορίτσια μας περιμένουν έξω από το όχημα. Ανάμεσα στα δέντρα δροσίζει, καθόμαστε ακουμπώντας τα σώματά μας πίσω από τις ελιές, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Σε λίγο καταφτάνουν δίπλα μας. Ξαπλώνω φέρνοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι μου. Αισθάνομαι άνετα κοντά της. Έρχεται και κολλά πάνω μου. Μου λέει γλυκόλογα στο αυτί. Τα μάτια μου είναι καρφωμένα ψηλά, ανάμεσα στα κλαδιά, έχω τη δυνατότητα να βλέπω και τον ουρανό. Μου φαίνεται πιο φωτεινός από ποτέ. Με ένα νεύμα μου την προτρέπω να κοιτάξει και αυτή ψηλά στο στερέωμα.

«Όλα τα άστρα για σένα, φως μου», σιγοψιθυρίζω. Μένουμε όλοι μας αμίλητοι, ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε. Κάποτε αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στα καταλύματά μας. Εγώ κορδώνομαι γιατί για πρώτη φορά δεν είμαι ο μαγκούφης της παρέας. Καληνυχτιζόμαστε την ώρα που ξεκλειδώνουμε τις διπλανές μας πόρτες. Το βλέμμα της Φανής προς εμένα είναι βιτριολικό. Βιαστικά γυρίζω το κεφάλι και με επιτηδευμένο τρόπο αγκαλιάζω την Helen, που με πάθος ανταποδίδει.

Τώρα που μείναμε μόνοι, δε χάνουμε ευκαιρία. Τα σώματα λικνίζονται, εναγωνίως αποζητούν να ανταμώσουν. Στην ανομβρία της σεξουαλικής μου ζωής, ήρθε ένα σύννεφο με άγριες διαθέσεις και ραίνει με τους χυμούς της ηδονής, στη διψασμένη μου ζωή. Ακόρεστη η δίψα μου, δε σταματώ. Ερωτισμός πρωτόγνωρος διαχέεται στην ατμόσφαιρα, είμαι σίγουρος πως την επηρεάζει η μυρωδιά του αντρικού σώματος, το after save μου. Το πάθος της πρωτόγνωρο, τα ένστικτα μου γενετήσια, ανεξέλεγκτα και  παρορμητικά με παρασύρουν, λειτουργώ χωρίς να σκέφτομαι.

Χυμώ πάνω της και σχεδόν της ξεσκίζω τα ρούχα. Ανταποδίδει με την ίδια ένταση. Νιώθω τα νύχια της να μου σουβλίζουν την πλάτη, αφήνω όλο μου το βάρος να πέσει πάνω της. Είμαστε γυμνοί, απεκδύονται οι αναστολές, οι φωνές της ξεσηκώνουν τη λίμπιντό μου,ίσως και τη γειτονιά. Στο διπλανό διαμέρισμα ακούω θορύβους περίεργους. Κάτι πρέπει να έσπασε. Με εξιτάρει η ιδέα να την κάνω να ζηλεύει. Ασίγαστα συνεχίζω να πυροδοτώ μικρές εκρήξεις στα σημεία διέγερσης της Helen. Γνωρίζω πως είναι πληγές που χαίνουν για την ΄΄γειτόνισσά μου΄΄ Τελειώνω με μια κραυγή. Τί κραυγή; Σωστή ιαχή! Πρώτη φορά μου συμβαίνει. Μέσα μου θριαμβολογώ.

Οι σπερμολόγοι ολόγυρα είμαι σίγουρος πως θα σχολιάζουν. Δε με ενδιαφέρει. Σημασία έχει πως εκτοξεύονται από μέσα μου έκλυτοι χυμοί εκδίκησης.

 

Ονομάζομαι Μασκαλίδης Ευστάθιος, γεννήθηκα στην Μεσοποταμία Καστοριάς, τον Ιούνιο του 71, και εργάζομαι στον Δήμο Καστοριάς. Είμαι παντρεμένος και έχω δύο παιδιά. Έχω απασχοληθεί επαγγελματικά, ως δημοσιογράφος, σε περιφερειακό τηλεοπτικό σταθμό της Δυτικής Μακεδονίας (FLASH), διέκοψα την εργασία μου γιατί διορίστηκα στο δημόσιο. Είχα εγγραφεί στην σχολή ιατρικής, στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, αλλά εγκατέλειψα σχεδόν αμέσως τις σπουδές μου γιατί έκρινα πως ο συγκεκριμένος επαγγελματικός προσανατολισμός δεν μου ταίριαζε. Έχω αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δράση, ήμουν επί σειρά ετών πρόεδρος των εργαζομένων των τριών δήμων της περιφερειακής ενότητας Καστοριάς (αντιπρόεδρος σήμερα) και τους εκπροσωπώ στην ΠΟΕ ΟΤΑ. Αρθρογραφώ σε τοπικές εφημερίδες, τοπικά και πανελλαδικής εμβέλειας blogs. Διήγημα μου ‘’Και ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του’’ έχει δημοσιευτεί από τις εκδόσεις Άγρια Δύση.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

70s boho chic: Το trend που κάνει δυνατό comeback.

Το boho chic των 70s, εμπνευσμένο από την ανεπιτήδευτη αισθητική

Απόγνωση, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ: Μια χειριστική πρόζα

Το αριστούργημα του Ναμπόκοφ, Απόγνωση, συντίθεται με μια συγκλονιστική πρόζα