Χαλαρό ταξίδι με ΚΤΕΛ. Μισή ώρα νωρίτερα στον σταθμό, εισιτηριάκι χωρίς περιττή ουρά, παίρνεις καφέ, αφήνεις τσάντα, περιμένεις το λεωφορείο.
Η ώρα περνάει γρήγορα, έρχεται, αργά και προσεκτικά, δηλώνοντάς σου πως τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά.
ΧΑ!
Πετάς τη τσάντα δίπλα στις υπόλοιπες αποσκευές, φοράς τα ακουστικά, τα μπήγεις βαθιά στ’ αυτιά, η μουσική ξεκινάει να σου γαργαλά τον οργανισμό και να παίζει με τη ψυχοσύνθεσή σου, περισσότερο και από δίμηνη σχέση στο γυμνάσιο.
Ανεβαίνεις στο λεωφορείο, ψάχνεις τη θέση σου, τη βρίσκεις. Κοιτάς γύρω γύρω, λίγα άτομα, διάσπαρτα και μοναχικά, σαν τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ Μ-λ σε όλη την Ελλάδα. Δεν υπάρχει κάτι για να σου αποσπάσει την ηρεμία, να σου αποτραβήξει από μέσα σου τη γαλήνη που με τόσο κόπο κατάφερε ο κορωνοϊός να σπείρει και στα ΚΤΕΛ.
ΧΑ!
Το δρομολόγιο ξεκινάει, το ταξίδι και οι πτυχές του έτοιμες να ανοίξουν πλώρη, με περίσσια αισιοδοξία, σαν και αυτή που επικρατούσε στον Τιτανικό, λίγες στιγμές πριν την αναχώρηση του πλοίου. Δεν υπάρχουν βέβαια παγόβουνα στο δρόμο σας, δεν υπάρχουν αχαρτογράφητοι ωκεανοί , δεν υπάρχει ούτε και ο Τζέιμς Κάμερον. Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι. Αλλά όχι ο Τζέιμς Κάμερον. Όχι ότι ο Τζέιμς Κάμερον δεν είναι άνθρωπος. Μας έχει φάει πολύ χρόνο ο Τζέιμς Κάμερον.
Είσαι μόνος σου, αράζεις, ακούς μουσική και κοιτάς έξω. Τότε, ο οδηγός σταματάει, και μια γυναίκα ανεβαίνει στο λεωφορείο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η τύχη σου έχει πέσει για ύπνο και η γκαντεμιά σου οργιάζει, οπότε έρχεται και κάθεται δίπλα σου. Προβλέπεται τρομερό ταξίδι.
Βολεύεται, σηκώνεται να βγάλει το μπουφάν της, κάθεται ξανά, σηκώνεται να αφήσει τη τσάντα της στο ράφι, βολεύεται. Εσύ όμως και τα νεύρα σου χορεύετε έντρομοι, σαν διαγωνιζόμενοι στο So You Think You Can Dance. Καταλαβαίνεις πως πρόκειται για βλαμμένο άτομο και αμέσως προαισθάνεσαι τι θα ακολουθήσει.
Αρπάζεις το κινητό σου στα χέρια, δυναμώνεις τελείως τον ήχο της μουσικής, την ίδια στιγμή που η ψυχή σου παρακαλάει για το αναπόφευκτο, όπως όταν η μάνα σου βλέπει Μενεγάκη και δεν λέει να σταματήσει.
Τότε, γίνεται το μοιραίο. Χτυπάει δυνατά το τηλέφωνό της. Παίζει στη τσίτα Arctic Monkeys, οπότε σιγουρεύεσαι για το πόσο βλαμμένη είναι, το σηκώνει, εν μέρει σε λυτρώνει, απαντάει.
Το ταξίδι σου μόλις έχει καταστραφεί.
Η φωνή της πιο τσιριχτή και από σφυρίχτρα διαιτητή που δίνει πέναλντι στο τελευταίο λεπτό, τα χεριά της κουνιούνται ρυθμικά σαν τροχονόμος σε τροχαίο, και τα ανούσια xαζογέλια της ακολουθούν το ένα το άλλο, λες και βλέπεις νεοελληνικό κινηματογράφο.
Το στόμα της ανοίγει συνεχώς, σάλια πετάγονται στη θέση μπροστά, οι τσιρίδες της πια έχουν διαταράξει την ησυχία ολόκληρης της πόλης. Βλέμματα την προσέχουν, χείλη τη σχολιάζουν και έπειτα γελούν. Αλλά αυτή εκεί, συνεχίζει να μιλάει ακατάπαυστα, συνεχίζει να διαλύει με ένα τεράστιο ρόπαλο λέξεων κάθε κύτταρό σου, και εσύ δίπλα, καταθληπτικός, ανέκφραστος και παγωμένος, λες και ακούς αστεία του Λαζόπουλου.
Θες να γυρίσεις και να τη πιάσεις από το λαιμό, να τη κοιτάξεις στα μάτια, να θυμηθείς ότι είσαι άντρας και να της βρωντοφωνάξεις “ΛΥΠΗΣΟΥ ΜΕ, ΕΧΩ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ!”.
Αλλά δεν το κάνεις, ίσως γιατί τα ακουστικά έχουν χωθεί ακόμα περισσότερο στ’ αυτιά σου, ίσως γιατί το νερό από τα σάλια της που πέφτει πάνω σου σε κάνει να σκέφτεσαι το καλοκαίρι, ίσως επειδή η σφυριχτή της αναπνοή σου θυμίζει τα τρένα που μετέφεραν τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το λεωφορείο φτάνει επιτέλους στον προορισμό του, με τα ρεκόρ Γκίνες να ξεψαχνίζουν τα χρονοντούλαπα της ιστορίας ψάχνοντας για επιδόσεις που μπορεί να προκάλεσαν τόσα νεύρα, τόσα θύματα. Δεύτερος Παγκόσμιος, Γενοκτονία των Αρμενίων, συναυλία του Μάλαμα.
Κατεβαίνεις έντρομος τα σκαλιά του λεωφορείου, τα βήματα σου βαριά σαν του Σχορτισανίτη, η ανάσα σου κοφτή… σαν του Σχορτσιανίτη.
Επικρατεί μια παγωμάρα στις αποσκευές, έρχεται και αυτή, χαλαρή και ψωνισμένη σαν Καρντάσιαν, παίρνει τη βαλίτσα της, αποχωρεί, μαζί και η φωνή της, που χάνεται στα πέπλα του αέρα. Η παρουσία της θα μείνει για πάντα όμως χαραγμένη πάνω σου, σαν τη μυρμηγκιά του Λίνκολν, η φωνή της κολλημένη στα αυτιά σου σαν τη πρωινή γκρίνια της μάνας σου, η φιγούρα της στριμωγμένη στη δική σου σαν κακό πλάνο του Τζέιμς Κάμερον. Σιγά που δεν θα επέστρεφε.