

Ας μιλήσουμε κι εμείς για ένα βιβλίο που δεν είναι σαν όλα τα άλλα… ένα βιβλίο ξεχωριστό, το οποίο το καταλαβαίνεις αμέσως κι από τον τίτλο, «Χαμένα Νόμπελ». Συγγραφέας ο Κώστας Αρκουδέας, που επέλεξε για εξώφυλλο του έργου του τον Νίκο Καζαντζάκη. Όσο και να μην το περίμενε κανείς, ο Καζαντζάκης έχει απασχολήσει ελάχιστα τους σύγχρονους συγγραφείς και μελετητές.
Πέρα από τον Καζαντζάκη, υπήρχαν κι άλλοι συγγραφείς που δεν κατάφεραν να αποσπάσουν τον Νόμπελ, αλλά σίγουρα κέρδισαν μια θέση στην καρδιά και το μυαλό μας, όπως ο Τσέχοφ, ο Χένρι Τζέιμς, ο Κάφκα ή η Βιρτζίνια Γουλφ, ακόμα και ο Μούζιλ, ο Μπρεχτ, ο Όργουελ ή ο Πεσσόα. Αντίστοιχα τρανταχτές είναι οι απουσίες και στον κατάλογο των μελών της Ακαδημίας Αθηνών: από τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, ως τον Καρυωτάκη, τον Βάρναλη ή τον Σικελιανό. Η μόνη διάκριση που απέσπασε εν ζωή ο Καβάφης, ήταν το αργυρό παράσημο του Φοίνικος, που του απέμεινε ο δικτάτορας Πάγκαλος το ΄26. Ο δε Καζαντζάκης, το μόνο λογοτεχνικό βραβείο που αξιώθηκε από το ελληνικό κράτος ήταν το ΄56, ένα χρόνο πριν πεθάνει, κι αυτό για τα θεατρικά του, όχι για κάποιο από τα μυθιστορήματά του που έκαναν ήδη πάταγο παντού. Περίεργο, έτσι;
Όσον αφορά την έρευνα που έκανε ο Αρκουδέας για το βιβλίο αυτό, μαθαίνουμε ότι την ξεκίνησε από τότε που διάβασε ένα σχετικό άρθρο του Πάτροκλου Σταύρου, θετού γιού και κληρονόμου της Ελένης Καζαντζάκη, δημοσιευμένο το 2000 στο «Βήμα». Όπως λέει ο ίδιος, «μια ζωή ένιωθα πως ο Καζαντζάκης ήταν ο μέγας αδικημένος των γραμμάτων μας. Όποτε γινόταν κουβέντα για τον ίδιο, όλοι γύρω μου κουνούσαν το κεφάλι. Σαν να λέγανε, πόσο κυνηγήθηκε κι αυτός, πόσα τράβηξε… Ρωτώντας αριστερά δεξιά άκουγα διάφορα, και μύθους και αλήθειες. Σπαράγματα όμως, όχι μια ολοκληρωμένη ιστορία. Το άρθρο του Σταύρου, με τόσες λεπτομέρειες για το μένος της πολιτείας εναντίον του και για τις παρασκηνιακές κινήσεις του Σπύρου Μελά στη Σουηδία, με σόκαρε. Από τότε, ό,τι σχετικό έπεφτε στην αντίληψή μου, το κράταγα. Το θέμα, πάντως, δεν ήταν να γράψω μια βιογραφία του Καζαντζάκη, πόσο μάλλον μια αγιογραφία, αλλά με άξονα το Νόμπελ, ν’ αφηγηθώ τη διαδρομή του δίνοντας κι όλο το κλίμα της εποχής».
Όσον αφορά τον αφορισμό του Καζαντζάκη, γράφει ο Αρκουδέας ότι «Πρόκειται για τον πλέον διαδεδομένο μύθο. Υπήρξε τέτοια πρόταση από την πλευρά της Ιεράς Συνόδου, αλλά ποτέ δεν τέθηκε σ’ εφαρμογή. Ωστόσο, το αίτημα συνοδευόταν κι από ένα ανάθεμα, μια ανατριχιαστική κατάρα, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ. Αυτό κι αν είναι ντροπή». Σύμφωνα με τον ίδιο, κανείς απ’ όσους απαξίωσαν τον Καζαντζάκη όσο ζούσε δεν φρόντισε κάποια στιγμή ν’ απολογηθεί: «Ούτε η σταλινική αριστερά, με εκπροσώπους παλιούς του φίλους, όπως η Γαλάτεια, η πρώτη του σύζυγος, ο Βάρναλης ή ο Αυγέρης, ούτε η ακροδεξιά, με πρωτοπαλίκαρο τον Σπύρο Μελά, ούτε βέβαια εκείνο το αρτηριοσκληρωτικό, σκοταδιστικό κομμάτι της εκκλησίας που τον θέλει μέχρι σήμερα να στριφογυρίζει άλιωτος στον τάφο του. Όσο ο Καζαντζάκης ζούσε στην Αίγινα, πριν γράψει τα μυθιστορήματα που τον έκαναν διάσημο, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του. Μετά τη δημοσίευση του Ζορμπά, όμως, ακόμα και το δικαίωμά του να ζει στην Ελλάδα, ακόμα κι αυτό του το στέρησαν. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 έληξε η θητεία του στην Ουνέσκο, η οδηγία του ελληνικού κράτους προς τις προξενικές αρχές ήταν να μην του ανανεωθεί η βίζα. Ως ανεπιθύμητος κατέληξε ο Καζαντζάκης στην Αντίμπ…».
Η σωσίβια λέμβος για τον Καζαντζάκη ήρθε από το πουθενά, ή μάλλον από την Νορβηγία, οπού τα βιβλία του έχαιραν εκτίμησης, σε αντίθεση με την ίδια του την χώρα. Βλέποντας τη στάση της ελληνικής πολιτείας, η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρθηκε να του δώσει υπηκοότητα και διαβατήριο ώστε να μετακινείται με την άνεσή του, και η νορβηγική εταιρεία λογοτεχνών τον πρότεινε για Νόμπελ ομόθυμα. Ο ίδιος, εν τούτοις, αρνήθηκε την προσφορά. Εδώ, επισημαίνει στο βιβλίο του ο Αρκουδέας, οι μόνοι που στάθηκαν στο πλευρό του από τον πολιτικό κόσμο ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Αλέξανδρος Σβώλος. Όσο για τον πνευματικό χώρο, πέρα από το στενό του περιβάλλον, εκείνοι που τον υποστήριξαν ήταν ο Τερζάκης, ο Βρεττάκος, ο Πέτρος Χάρης, ο Παπανούτσος, ο Καραντώνης, ο Πλωρίτης –μετρημένοι στα δάχτυλα κι αυτοί.
Η χρονιά που ο Καζαντζάκης διεκδίκησε με τις περισσότερες πιθανότητες το Νόμπελ ήταν το ΄56. Τελικά το κέρδισε ο Ισπανός ποιητής Χιμένεθ, με μόλις δύο ψήφους διαφορά. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχε αποσπάσει το βραβείο Ειρήνης, με το οποίο προηγουμένως είχαν ήδη τιμηθεί προσωπικότητες όπως ο Τσάπλιν και ο Σοστακόβιτς, αλλά στην απονομή που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, παρουσία όλων των μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης, το ελληνικό στοιχείο έλλειπε. Ούτε ο Πρέσβης της χώρας μας δεν παρευρέθηκε. Φορτωμένος με τη ρετσινιά του άθεου, του κομμουνιστή και του διαφθορέα των νέων, ο Καζαντζάκης εξακολουθούσε να θεωρείται από το μετεμφυλιακό, εσωστρεφές ελληνικό κράτος ως δημόσιος κίνδυνος.
Mε πληροφορίες από την Lifo.