Στέλιος Γ. Λευκόπουλος: «Ως πρώτο μου βιβλίο θα θεωρώ πάντα αυτό που εγώ επέλεξα να διαβάσω!»

Ο Στέλιος Γ. Λευκόπουλος είναι ένας νεαρός που, όπως φαίνεται, θα μας απασχολήσει με τη δουλειά και τα έργα του για τα επόμενα χρόνια. Με σπουδές Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σήμερα είναι υποψήφιος διδάκτορας στον τομέα της Αιματολογίας, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Παρά όμως τη διαφορετική φύση του επαγγέλματός του, όταν μικρός διάβασε τον «Χάρι Πότερ» μαγεύτηκε και θέλησε να ενταχθεί και ο ίδιος στο φανταστικό κόσμο των βιβλίων, πλάθοντας του δικούς του ήρωες και αργότερα πρωταγωνιστές των βιβλίων του.

Στην παρακάτω συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλήσαμε για την πρόσφατη συγγραφική του δουλειά και πολλά ακόμα που αξίζει να διαβάσετε για να τον γνωρίσετε κι εσείς λίγο καλύτερα, όπως εγώ. 

Advertisements
Ad 14

 

  • Έχεις πει πως ήθελες να γίνεις συγγραφέας από τη στιγμή που διάβασες το πρώτο σου λογοτεχνικό βιβλίο. Θυμάσαι ποιο ήταν και τι σε εντυπωσίασε σε αυτό;

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν στην ουσία ένας καταναγκασμός. Πήγαινα στην τρίτη τάξη του δημοτικού, όταν η δασκάλα μας τότε μας έβαλε σαν εργασία για τις διακοπές των Χριστουγέννων να διαβάσουμε ένα βιβλίο και να γράψουμε ένα κείμενο στο οποίο θα περιγράφαμε την υπόθεση και τις σκέψεις μας αναφορικά με αυτήν. Θυμάμαι ότι είχα πιεστεί πολύ για να διαβάσω εκείνο το βιβλίο, ο τίτλος του οποίου ήταν «Σπίτι για Πέντε». Παρότι επιμελής μαθητής και από τους καλύτερους στην τάξη μου, δεν ήμουν από τα παιδιά που τους άρεσε το διάβασμα, πόσο μάλλον όταν μου το επέβαλλαν – δε μου άρεσε και δε μου αρέσει ούτε και τώρα όταν με αναγκάζουν να κάνω πράγματα που δεν θέλω. Αυτός μου ο ισχυρισμός, λοιπόν, ότι ήθελα να γράψω από τη στιγμή που διάβασα το πρώτο μου βιβλίο, δεν αφορούσε κυριολεκτικά στο πρώτο βιβλίο που έφτασε στα χέρια μου.

Ως πρώτο μου βιβλίο θα θεωρώ πάντα αυτό που επέλεξα εγώ να διαβάσω, περί τα τέλη του δημοτικού και το οποίο ήταν «Ο Χάρι Πότερ και η Φιλοσοφική Λίθος». Αν με ρωτήσεις σήμερα, θα σου πω ότι το «Σπίτι για Πέντε» ήταν ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ωστόσο, στο «Χάρι Πότερ» με μάγεψε (κυριολεκτικά) αυτό που μάγεψε τότε όλα τα παιδιά της ηλικίας μου: το ακατόρθωτο που γινόταν εφικτό, το υπερφυσικό. Και πάλι, αν φτάσω στο σήμερα, έχω μία τελείως διαφορετική θεωρία σχετικά με την λογοτεχνική αξία του έργου της J.K. Rowling – που αδιαμφισβήτητα είναι μεγάλη. Ο μαγικός κόσμος του Χάρι όμως, έγινε τότε η αιτία να μυηθώ στον κόσμο του βιβλίου με τεράστια απόλαυση και να αρχίσω να κατανοώ τι θα πει «χάνομαι μέσα στις λέξεις και τις σελίδες». Αμέσως μετά, άρχισα να διαβάζω κι άλλα βιβλία, κι όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερα, πάντα κρατώντας στην κορυφή της λίστας μου εκείνο το βιβλίο-φαινόμενο που άκουγε στο όνομα «Χάρι Πότερ». Νομίζω πως αυτό που με είχε γοητεύσει τόσο πολύ, πέραν της μαγείας που γοητεύει κάθε παιδί (συχνά και ενήλικες), ήταν ότι η συγγραφέας του είχε πλάσει έναν ολόκληρο κόσμο από το μηδέν. Τον παγίδευσε μέσα σε σελίδες και, έπειτα, βύθισε μέσα σε αυτόν όποιον άνοιξε το βιβλίο της. Το σημαντικότερο όλων είναι πως το μυστικό της επιτυχίας σε αυτήν την ιστορία μαγείας και ξορκιών, δεν ήταν η μαγεία και τα ξόρκια. Μέσα στον κόσμο του φανταστικού, η Rowling πραγματεύτηκε άκρως αληθινά πράγματα, συναισθήματα, σχέσεις, προσομοιώσεις ιστορικο-πολιτικών γεγονότων και αξίες, τοποθετώντας έτσι τον άξονα επί του οποίου κινήθηκε σε μια απολύτως σύγχρονη αλλά και διαχρονική πραγματικότητα. Σαφώς και δεν ήμουν σε θέση να τα περιγράψω όλα αυτά, όμως, τα καταλάβαινα. Ήταν αλάνθαστη συνταγή, αδύνατο να μην εντυπωσιάσει και μου είχε δημιουργήσει δέος η αριστοτεχνία με την οποία το είχε καταφέρει. Από τότε λοιπόν, ναι, θέλησα να το επιχειρήσω κι εγώ.

  • Γενικά δηλαδή δεν ήσουν ένα παιδί που διάβαζε πολλά βιβλία…

Όπως σου είπα και πιο πριν, μέχρι να διαβάσω το πρώτο βιβλίο “Χάρι Πότερ”, όχι –κάθε άλλο, ήμουν από τα παιδιά που έβριζαν τους συγγενείς όποτε έφερναν για δώρα βιβλία. (γέλια) Μετά από αυτό, όμως, ναι. Διάβαζα διάφορα. Νομίζω πως ένα διάστημα στο γυμνάσιο διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Δυστυχώς, όμως, δεν διάβασα όλα όσα έπρεπε. Για παράδειγμα, έχω τεράστια έλλειψη σε ό,τι αφορά τους κλασσικούς λογοτέχνες…

  • Ποιων συγγραφέων τα έργα, θα έλεγες, ότι σε έχουν επηρεάσει;

Νομίζω ότι είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει κανείς διαβάζοντας αυτά που γράφω. Χωρίς να θέλω να κουράσω, είναι αυτονόητο και από τα παραπάνω πως έχω επηρεαστεί από τα έργα της J.K. Rowling. Επίσης, με έχει επηρεάσει η δουλειά του Stephen King –είναι πολύ κοντά στο είδος της λογοτεχνίας που μου αρέσει να γράφω. Γράφοντας δε την τριλογία «IN NOMINE DOMINI», συνειδητοποίησα ότι ένα είδος επιρροής έχει ασκήσει πάνω μου και ο Dan Brown. Γενικά, όμως, είμαι ένας άνθρωπος που βρίσκει πάντα έστω μικρά πράγματα να κρατήσει από κάθε βιβλίο, κάθε συγγραφέα, ακόμη και μια ελληνική κωμική σειρά, και του αρέσει να συνδυάζει και να πειραματίζεται. Οπότε, είναι πιθανόν να είμαι επηρεασμένος και από ανθρώπους που αυτήν τη στιγμή δεν περνούν καν από το μυαλό μου.

  • Το πρώτο σου λογοτεχνικό κείμενο πότε το έγραψες;

Στα τέλη του δημοτικού νομίζω. Ήμουν τόσο επηρεασμένος (και μικρός επίσης), που έγραφα απλώς ελαφρά διαφοροποιημένες ιστορίες που είχα ήδη διαβάσει. Για να σου δώσω να καταλάβεις, χρησιμοποιούσα το ήδη καλοστημένο υπόβαθρο ενός βιβλίου και απλά προχωρούσα τις ιστορίες ένα βήμα παραπέρα, ειδικά όταν δεν μου άρεσαν όπως τις είχα διαβάσει και ήθελα να τις δω γραμμένες αλλιώς. Γι’ αυτό και τα κείμενα αυτά δεν άργησαν να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων.

  • Όταν για πρώτη φορά έπρεπε να παρουσιάσεις τη δουλειά σου στους επαγγελματίες των εκδόσεων τι αντιμετώπιση είχες; H συνεργασία ήρθε εύκολα;

Κοίταξε, τίποτα δεν είναι εύκολο και πόσο μάλλον για έναν λογοτέχνη σε μια χώρα όπως η δική μας, στην οποία όπως λέει και το αφεντικό μου, αυτοί που γράφουν είναι περισσότεροι από αυτούς που διαβάζουν. Έλαβα όλα τα πιθανά είδη αντιμετώπισης: αγενή αδιαφορία (εννοώντας πως δεν έλαβα ποτέ κάποια απάντηση), ευγενική αδιαφορία (εννοώντας πως με είχαν διαρκώς στο “περίμενε”) και αποδοχή υπό όρους, τους οποίους σαφώς και δε θα δεχόμουν λόγω χαρακτήρα. Οφείλω, ωστόσο, να ομολογήσω ότι θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου, διότι βρήκα τον τρόπο να κάνω τελικά αυτό που ήθελα και να συνεργαστώ με ανθρώπους που αγαπούν το βιβλίο και είναι εξαιρετικοί στη δουλειά τους, μέσα σε ένα απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα. Και νιώθω πραγματικά ευγνώμων γι’ αυτό, διότι είμαι βέβαιος πως τα έργα πολλών ταλαντούχων συγγραφέων βρίσκονται κάτω από στρώματα σκόνης μέσα σε συρτάρια, περιμένοντας ακόμη αυτόν που θα τα αναγνωρίσει και θα τα προωθήσει. Στην ουσία, λοιπόν, θεωρώ πως αυτού του είδους οι συνεργασίες είναι δύσκολες, απλά εγώ υπήρξα από τους τυχερούς.

  • Μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου σου είχες αγωνία για την εξέλιξή του, για το «ταξίδι» του;
Διαβάστε επίσης  Μαρία Γούσιου: «Λένε πως ο συγγραφέας έχει "κεραίες" που αντιλαμβάνεται και βιώνει συναισθήματα»

Ο οποιοσδήποτε θα είχε. Οποιοσδήποτε, εκτός από μένα. Ήμουν τελείως απαθής σε ό,τι αφορούσε τις πωλήσεις. Σαφώς και χαιρόμουν για κάθε βιβλίο που πουλιόταν, σαφώς και εκστασιαζόμουν με κάθε μήνυμα που λάμβανα από αναγνώστες, αλλά δεν είχα απολύτως καμία αγωνία, επειδή δεν είχα απολύτως καμία βλέψη πέραν του να πραγματώσω αυτό που είχα ήδη καταφέρει: να το γράψω και να του δώσω τη δυνατότητα για μια οποιαδήποτε αναγνωρισιμότητα.

Το γιατί είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, νομίζω. Έχει να κάνει, σε ένα γενικό πλαίσιο, με το ότι πάντα στη ζωή μου περιμένω λιγότερα. Ήταν πολύ λίγες οι φορές που περίμενα κάτι παραπάνω από αυτό που τελικά έλαβα –συνήθως μου συμβαίνει το αντίθετο. Πέραν τούτου, όμως, εδώ μιλάμε για κάτι πολύ συγκεκριμένο: το ότι εκείνη η ιστορία έγινε τελικά το πρώτο μου δημοσιευμένο βιβλίο, ήταν κάτι που συνέβη τυχαία και για λόγους τελείως διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους έγραψα το “Η Καρδιά της Κούκλας”. Για μένα, λοιπόν, το πρώτο μου βιβλίο λειτούργησε απλώς ως μια γέφυρα που μου επέτρεψε να περάσω στον κόσμο της λογοτεχνίας και μου χάρισε την πρόταση για την άψογη συνεργασία που έχω με τον σημερινό εκδότη μου. Και όσο για το ποιοι ήταν οι λόγοι που το έγραψα και το δημοσίευσα, ας πούμε απλά ότι είχα δώσει μια υπόσχεση κάπου. Από τη στιγμή που κράτησα την υπόσχεση εκείνη, δεν με ενδιέφερε κάτι περαιτέρω. Το ταξίδι του μυθιστορήματος είχε ήδη ολοκληρωθεί.

  • Το συγγραφικό ντεμπούτο σου λοιπόν έγινε με το βιβλίο «Το τέλος μιας αρχής»… 

Το βιβλίο “Το Τέλος Μιας Αρχής” ήταν μια πάρα πολύ απλή ιστορία, χωρίς κάποια ιδιαίτερη πλοκή (δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από το “Η Καρδιά της Κούκλας”). Περιέγραφε τη ζωή ενός φοιτητή που ζούσε μακριά από την οικογένειά του, στην πόλη όπου σπούδαζε, αλλά και τις διαπροσωπικές του σχέσεις σε φιλικό και ερωτικό επίπεδο, με μια έμφαση στο δεύτερο, που άλλωστε υπήρξε και καθοριστικό για το τέλος του μυθιστορήματος. Αν μπορώ να πω κάτι για την όποια δύναμη έκρυβε το έργο, το οφείλω στο συγκινησιακό του κομμάτι. Η ιστορία του ήρωα, Άλκη, ήταν άκρως συναισθηματική από την πρώτη έως και την τελευταία σελίδα. “Το τέλος μιας αρχής”, όμως, ήταν μια προσπάθεια που έγινε όπως προείπα για αλλότριους λόγους και δίχως να με αντιπροσωπεύει ως συγγραφέα ή ως άνθρωπο. Οι λόγοι που προχώρησα στη δημοσίευσή του ήταν προσωπικοί και τελείως διαφορετικοί από τους λόγους που γράφω και δημοσιεύω σήμερα, γι’ αυτό και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή ζήτησα την απόσυρσή του.

  • Και στη συνέχεια ήρθε το βιβλίο «Η καρδιά της κούκλας», το πρώτο μέρος της τριλογίας «ΙΝ ΝΟΜΙΝΕ DΟΜΙΝΙ». Πες μας λίγα λόγια για την ιστορία του…

Η ιδέα για το “Η Καρδιά της Κούκλας” από την άλλη, προέκυψε το 2015, όταν αποφάσισα πως ήθελα να μιλήσω για τη διαφορετικότητα. Όχι τόσο με την κλασσική έννοια που την έχουν προσεγγίσει πολλοί. Με ενδιέφερε περισσότερο να μιλήσω για το τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η ρατσιστική αντιμετώπιση της διαφορετικότητας και πώς μπορεί ενδεχομένως να εξελιχθεί ένας άνθρωπος όταν έχει καταπιεστεί από τον ευρύ αλλά και στενότερο κοινωνικό περίγυρό του. Έτσι ξεκίνησα να γράφω για τον ήρωα του βιβλίου, τον Άγγελο, ο οποίος βίωσε την παιδική του ηλικία με διαφορετικό τρόπο από τους περισσότερους συνομηλίκους του. Ξεκινώντας από μια πολύ απλή εικόνα, αυτήν ενός μικρού αγοριού που του αρέσει να παίζει με κούκλες, έχτισα μια ολόκληρη προσωπικότητα –ας μου επιτραπεί να πω περσόνα- της οποίας η επιθυμία να παίζει με κούκλες, να φοράει τα ρούχα της μητέρας του, αλλά και η ιδιαίτερη αγάπη για αντικείμενα αντιπροσωπευτικά του γυναικείου φύλου, όπως οι γόβες, σήμαιναν πολλά περισσότερα από μια απλή επιλογή ή επιθυμία και αντικατόπτριζαν έναν ολόκληρο και ιδιαίτερο ψυχικό κόσμο με επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ο Άγγελος αντιμετώπισε σε πολύ έντονο βαθμό την αποδοκιμασία του πατέρα του γι’ αυτές του τις επιλογές, ενώ βίωσε ως παιδί αλλά και ως ενήλικας αργότερα, μια συνεχή εσωτερική πάλη. Οι προστριβές με τον πατέρα και μια αφορμή που δίνεται κάποια στιγμή αναφορικά με την προσωπική του ζωή και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις οδηγούν σε μια καθοριστική κίνηση: ο πατέρας διώχνει τον ίδιο του τον γιο από το σπίτι απειλώντας να τον σκοτώσει. Από εκείνο το σημείο και έπειτα τίποτα πια δεν είναι ίδιο. Ο Άγγελος μετατρέπεται από ένα παιδί, σε έναν ενήλικα μαχητικό, με πολλές ικανότητες, ιδιαίτερο μυαλό, αλλά και μια απέχθεια για το ανθρώπινο είδος.

Το μυθιστόρημα “Η Καρδιά της Κούκλας” ξεκινά με έναν φόνο: κάποιος έχει δολοφονήσει τον πατέρα του Άγγελου, μερικά χρόνια αφότου ο Άγγελος έχει απομακρυνθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον και δεν έχει πια καμία επαφή με αυτό. Παρότι η μητέρα του Άγγελου, δηλώνει ένοχη για τον φόνο του συζύγου της, η αστυνομία έχει λόγους να πιστεύει πως ο πραγματικός ένοχος είναι ο γιος τους. Έτσι, ξεκινάει μια σειρά ανακρίσεων από την εισαγγελέα Αντιγόνη Αρειανού, που είναι υπεύθυνη της υπόθεσης. Κάποια στιγμή μέσα στις ανακρίσεις, νομίζω ότι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως η εύρεση του ενόχου είναι το λιγότερο ζητούμενο. Γνωρίζουμε καλύτερα την ψυχοσύνθεση του Άγγελου αλλά και της εισαγγελέως, με έναν τρόπο που δηλώνει ότι οι διαφορετικές ιστορίες των ανθρώπων γύρω μας, είναι πιθανόν να συναντιούνται στο τέλος με κάποιον τρόπο. Το πραγματικά και διαρκώς ζητούμενο στην όλη ιστορία είναι η ταυτοποίηση του καλού και του κακού. Τα γεγονότα, ωστόσο, μας λένε ότι ίσως αυτά τα δυο να μπορούν να συναντηθούν και στο ίδιο πρόσωπο ή να αλλάζουν πρόσωπα ανάλογα με τις περιστάσεις. Το πιο όμορφο στην όλη ιστορία είναι ότι ασυναίσθητα, πραγματικά χωρίς να το καταλάβω, έφτιαξα ένα παιχνίδι επιλογών, απόψεων και αυτόματων χαρακτηρισμών της προσωπικότητας του κάθε αναγνώστη. Κατάλαβα ότι ανάλογα με το πώς απαντά ο καθένας στην ερώτηση “Μπορεί μια κούκλα να έχει καρδιά;” έχει και συγκεκριμένη άποψη για το ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός σε αυτήν την ιστορία, γεγονός που, ομολογώ, με γοήτευσε. Το πρώτο μέρος της τριλογίας ολοκληρώνεται με την ταυτοποίηση του πραγματικού δολοφόνου του πατέρα του Άγγελου αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή, μια και είναι ξεκάθαρο από τον τρόπο που κλείνει το βιβλίο ότι πίσω από όλα τα γεγονότα υπάρχει μια ολόκληρη σκευωρία. Αυτήν, λοιπόν, καλείται να ξεσκεπάσει η εισαγγελέας Αντιγόνη Αρειανού στα επόμενα δύο μέρη της τριλογίας που θα ακολουθήσουν.

  • Η μεταφορά του βιβλίου στο θέατρο πώς προέκυψε; Πώς ένιωσες όταν είδες του χαρακτήρες του βιβλίου σου να ζωντανεύουν στη σκηνή;

Διαβάστε επίσης  Nikko Sunset: «Κάνω μουσική μόνο για τον κόσμο!»

Προέκυψε ακριβώς από αυτό: το πώς ένιωσα όταν είδα τους χαρακτήρες του βιβλίου να ζωντανεύουν στη σκηνή. Αρχικά, θα ήθελα να σου πω ότι η ιδέα για αυτήν την τόσο διαφορετική βιβλιοπαρουσίαση δεν ήταν δική μου: ήταν πρόταση του επιμελητή των εκδόσεων ΤΥΡΦΗ, του κυρίου Τέλιου. Ο ίδιος θεώρησε από την πρώτη στιγμή πως “Η Καρδιά της Κούκλας” είναι ένα “κινηματογραφικό” μυθιστόρημα και γι’ αυτό μου πρότεινε, αντί να γίνει απλή ανάγνωση των αποσπασμάτων του βιβλίου στην παρουσίαση, να αναπαραστήσουμε κάποιες σκηνές, όπως και τελικά συνέβη. Περίπου έναν μήνα πριν από την πρώτη βιβλιοπαρουσίαση στη Θεσσαλονίκη, ήξερα τους ηθοποιούς και ήξερα πως είχαν ξεκινήσει πρόβες, αλλά δεν είχα ιδέα για το τι θα αντίκριζα. Επέστρεψα στην Ελλάδα 2 μέρες πριν από την εκδήλωση και πήγα στην τελευταία και γενική πρόβα όλων των συντελεστών.

Το μόνο που θυμάμαι ήταν ότι ήμουν σοκαρισμένος. Όχι για το εκπληκτικό αποτέλεσμα -αυτό μπορεί να το δει ο καθένας και το είδες κι εσύ στην εκδήλωση που κάναμε αργότερα στην Αθήνα. Το βασικότερο ήταν ότι δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ το είδος της δύναμης και της αύρας που πήγαζε από τον εσωτερικό κόσμο του κάθε χαρακτήρα που εγώ είχα δημιουργήσει με λέξεις και σημεία στίξης. Δεν είχα καταλάβει μέχρι τότε πόσο έντονος ήταν ο ψυχικός κόσμος των ηρώων μου και πόση αγωνία πήγαζε από τις διαφορετικές ιστορίες τους οι οποίες συναντήθηκαν για λογοτεχνικούς σκοπούς. Αισθάνθηκα πως παρακολουθούσα κάτι άλλο, δεν ένιωθα καμιά συμμετοχή και κανέναν έλεγχο στην όλη υπόθεση, ήταν ένας καινούργιος κόσμος για μένα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα πλάκωμα στο στήθος μου και μια θλίψη: η ιστορία που εγώ ο ίδιος είχα δημιουργήσει, με άγγιξε πραγματικά μόνον τότε! Βλέποντας, λοιπόν, αυτό το φοβερό αποτέλεσμα αλλά και το πόσο άρεσε στο κοινό χάρη στην εκπληκτική δουλειά όλων των συντελεστών, αλλά ιδιαιτέρως του Άγγελου Κάλφα, της Μάρως Καραγιώργου και της Μαρίας Γκερτσάκη, δεν ήταν δύσκολο να περάσει από το μυαλό μου. Μίλησα στον Άγγελο για την ιδέα μου, κι εκείνος δέχτηκε με χαρά να σκηνοθετήσει αλλά και να παίξει στην παράσταση “Η Καρδιά της Κούκλας” που θα ανέβει τελικά στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 2018.

  • Γιατί επέλεξες να δώσεις στην τριλογία τον λατινικό τίτλο IN NOMINE DOMINI (ελληνική μετάφραση: Eις το όνομα του Κυρίου);

Ήταν κυριολεκτικά μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Ο λόγος που επέλεξα την λατινική ονομασία ήταν αφενός το νόημα του περιεχομένου του, κι αφετέρου το ότι θεώρησα πως η λατινική γλώσσα, αυτή η νεκρή γλώσσα που διατηρείται και θα διατηρείται για πάντα ζωντανή μέσα από τις πολλές άλλες που γέννησε, ταίριαζε σε ένα πολύ γενικό πλαίσιο με διάφορα μηνύματα του έργου. Όσο για το περιεχόμενο του τίτλου, αρχίζει να αποκτά κάποιο νόημα στο τέλος μόνον του πρώτο μέρους της τριλογίας, αλλά θα γίνει ακόμη πιο ξεκάθαρο στα δύο επόμενα.

  • Τα επόμενα βιβλία της τριλογίας θα συνδέονται, κατά κάποιο τρόπο, με το πρώτο μέρος, ή πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες;

Όχι, δεν πρόκειται για αυτοτελείς ιστορίες. Το “IN NOMINE DOMINI” είναι μια τριλογία, κι ως εκ τούτου η ιστορία είναι μία. Είναι, άλλωστε ξεκάθαρο από το τέλος του πρώτου μέρους, «Η Καρδιά της Κούκλας», ότι η υπόθεση μένει ανοιχτή με βασικά αναπάντητα ερωτήματα. Και τα τρία βιβλία θα μας πούνε μαζί μία και μοναδική ιστορία που θα αφορά τους ίδιους κεντρικούς χαρακτήρες.

  • Έχεις ξεκινήσει την προετοιμασία του δεύτερου μέρους; Θα μπορούσες, ίσως, να μας αποκαλύψεις κάτι σχετικά με αυτό;

Έχω σχεδόν ολοκληρώσει το δεύτερο μέρος. Η ιστορία έγινε από κάποιο σημείο και έπειτα πολύ ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Γνώριζα πολύ καλά τι θα συμβεί και στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος της, οπότε άρχισα να γράφω το δεύτερο βιβλίο σχεδόν αμέσως αφότου εκδόθηκε το πρώτο. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω πολλά, διότι ξέρω πως υπάρχουν άνθρωποι που αγωνιούν για το δεύτερο μέρος της τριλογίας και δε θέλω να τους κλέψω ούτε λίγη από τη χαρά του να δουν όλη την ιστορία να ξεδιπλώνεται μπροστά τους όταν έρθει η ώρα. Το μόνο που μπορώ να αποκαλύψω, είναι πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό και των τριών βιβλίων, αλλά θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό στην μετάβαση μεταξύ πρώτου και δεύτερου. Μη θεωρείτε τίποτα από αυτά που διαβάσατε στο πρώτο δεδομένο και μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα. Πάντα υπάρχει κάποιο κενό στον χώρο και στον χρόνο, που μπορεί να εξηγήσει γιατί τελικά δεν πρέπει να πιστεύουμε όλα όσα βλέπουμε.

  • Tι θα έλεγες ότι κινεί τα νήματα της σκέψης και της έμπνευσής σου;

Η πραγματικότητα, η απέχθεια που κρύβουμε πολλοί μέσα μας για την πραγματικότητα, αυτά που ζω, αυτά που δεν ζω και δε θα ήθελα να ζήσω, καθώς και αυτά που δεν ζω και θα ήθελα να ζήσω.

  • Σου έχει συμβεί κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου να σου έρθει ιδέα για κάποια νέα διαφορετική ιστορία; Aν ναι, πώς το διαχειρίστηκες;

Συνέχεια! Ομολογώ πως είμαι και ένας άνθρωπος που δυσκολεύεται λιγάκι να συγκεντρωθεί, είναι πολύ εύκολο για το μυαλό μου να πετάξει από τη μια ιδέα στην άλλη, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ των δύο. Αυτό που κάνω συνήθως είναι να εκτιμήσω το μέγεθος της νέας ιδέας. Αν θεωρήσω ότι μου επιτρέπει την ένταξή της εντός της υπάρχουσας ιδέας, το κάνω. Διαφορετικά την γράφω και την επανεξετάζω στο μέλλον, αντιμετωπίζοντάς την ως έναυσμα για νέα και διαφορετική δουλειά.

  • Θεωρείς ότι το διαδίκτυο είναι ένα χρήσιμο μέσο διαφήμισης των έργων σου; Σε έχει βοηθήσει;
Διαβάστε επίσης  Αννέτα Στεφανοπούλου: «Μέσα από το κουκλοθέατρο κάποια περίεργα βραχυκυκλωμένη ανάγκη έκφρασης βρήκε μια απροσδόκητη διέξοδο!»

Σαφώς και είναι. Ειδικά για έναν άνθρωπο όπως εγώ, που κάνει το ξεκίνημά του σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο από αυτόν του αντικειμένου του και ως εκ τούτου δεν έχει ούτε τις κατάλληλες διασυνδέσεις, αλλά ούτε και τις απαραίτητες γνώσεις μάρκετινγκ, οποιοδήποτε εύκολο, γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο διαφήμισης είναι βοηθητικό. Ζούμε πια στην εποχή του ίντερνετ, αυτό είναι βέβαιο. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε διαδικτυακά, το αποφεύγουμε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (εγώ ας πούμε ψωνίζω πλέον σε μεγάλο βαθμό ιντερνετικά, το προτιμώ από το να πάω στα καταστήματα). Συνεπώς είναι σίγουρο ότι το διαδίκτυο είναι ένα καλό μέσο προβολής. Δεν ξέρω κατά πόσο έχει συνεισφέρει στο να πουλήσω βιβλία, αλλά τουλάχιστον μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάζω και να προωθώ τη δουλειά μου, αλλά επίσης και να επικοινωνώ με τους ανθρώπους που διαβάζουν τα βιβλία μου και θέλουν να συζητήσουν μαζί μου το οτιδήποτε σχετικά με αυτά. Πιστεύω ότι δεν αρκεί μόνο αυτό, για να είμαι απολύτως ειλικρινής (βλέπω την τεράστια απόκλιση στην αναγνωρισιμότητα μεταξύ των δυο βιβλίων μου, βασική διαφορά των οποίων ήταν επίσης ότι η προώθηση του πρώτου ήταν αποκλειστικά σχεδόν βασισμένη σε διαδικτυακά μέσα). Είναι, όμως, μια πολύ καλή αρχή και αξίζει να το εκμετελλευόμαστε όλοι όσοι επιθυμούμε να προβάλλουμε τις δουλειές μας.

  • Πιστεύεις ότι ο κόσμος διαβάζει αρκετά τη σημερινή εποχή; Ποια η σχέση του με τα βιβλία;

Θα σου μιλήσω για τον κόσμο στην ελληνική πραγματικότητα, μια και για την ώρα μόνο εκεί έχει νόημα να συζητηθεί η δική μου δράση και εμπλοκή με τον κόσμο της λογοτεχνίας, συνεπώς και οι απόψεις μου επ’ αυτού. Όπως σου είπα και πριν, πιστεύω αυτό που μου λέει το αφεντικό μου (στο ινστιτούτο που εργάζομαι) που είναι επίσης Ελληνίδα: στη χώρα μας αυτοί που γράφουν είναι περισσότεροι από αυτούς που διαβάζουν. Πάνω που το πίστευα αυτό, βέβαια, τον τελευταίο χρόνο συνειδητοποίησα πως τα πράγματα δεν είναι και ακριβώς έτσι. Υπάρχει μια αρκετά μεγάλη κινητικότητα στον κόσμο του βιβλίου, αλλά είναι ποιοτικώς –εν τέλει και ποσοτικώς- περιορισμένη. Οι Έλληνες έχουν την νοοτροπία να “κολλάνε” και να διαβάζουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Δε θα χαρακτηρίσω, ονοματίσω ούτε θα κρίνω την ποιότητα των όσων συνήθως διαβάζουν (εξάλλου, μπορείς να μπεις σε ένα οποιοδήποτε site βιβλιοπωλείου και να δεις τα top10), διότι ούτως ή άλλως, το ποιοτικό είναι διαφορετικό για τον καθένα, ανάλογα και με τα γούστα του. Ωστόσο, αυτός ο φανατισμός που είναι βασικό χαρακτηριστικό της νοοτροπίας μας, πολύ συχνά μας αποτρέπει από το να γνωρίσουμε καινούργια πράγματα και να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι ναι μεν κάποιοι άνθρωποι διαβάζουν, αλλά έχουν μάθει να διαβάζουν συγκεκριμένους συγγραφείς, αγνοώντας κάθε καινούργιο –ή και παλιό που δεν είναι πια στη μόδα. Είναι λίγο λυπηρό, αλλά δεν ξέρω… εγώ διαβάζω βιβλία για να γνωρίσω διαφορετικούς κόσμους. Αυτός είναι ο σκοπός μιας ιστορίας, να μας ταξιδέψει σε μέρη που η καθημερινότητά μας δε μας πάει. Θα μου ήταν, λοιπόν, βαρετό να δέχομαι να κάνω κάθε μέρα το ίδιο ταξίδι. Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι θέμα νοοτροπίας, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να αλλάξει. Και φυσικά, περιττό να πω πως είναι κι αυτό βασικό εμπόδιο στο ξεκίνημα την καριέρας ενός λογοτέχνη και γι’ αυτό χαίρομαι τόσο πολύ που “Η Καρδιά της Κούκλας” έχει αρέσει σε αρκετό κόσμο, ακόμη κι αν είμαι μικρός και άσημος. Υπήρξα για ακόμη μια φορά από τους τυχερούς.

  • Εσύ, τι είδους βιβλία προτιμάς σαν αναγνώστης; Διαβάζεις κάποιο βιβλίο αυτή την εποχή;

Εγώ, για να δικαιολογήσω και αυτά που έλεγα προηγουμένως, προτιμώ τα βιβλία που μου λένε κάτι καινούργιο. Για ποιο λόγο διαβάζει κανείς ένα βιβλίο; Για ποιο λόγο να θέλει να ακούσει μια ιστορία; Για να ζήσει μέσα από αυτήν πράγματα που δεν ζει στην καθημερινότητά του. Μου αρέσουν, νομίζω, όλα τα βιβλία όταν θέλουν να μου πουν κάτι ή όταν με βάζουν μέσα στο μυαλό ενός χαρακτήρα διαφορετικού από τον δικό μου για να μου δείξουν κάτι. Μου αρέσουν όταν μου δημιουργούν αισθήματα –και όχι, αυτό δεν προκύπτει αναγκαστικά μέσα από την περιγραφή της ζωής μιας γυναίκας που την έχουν βρει οι δέκα πληγές του Φαραώ και χτυπήσει όλα τα δεινά της μοίρας.

Αν κατηγοριοποιήσω, πάντως, τις προτιμήσεις μου, είμαι κυρίως fan της αστυνομικής λογοτεχνίας, του κοινωνικού δράματος, του ψυχολογικού θρίλερ και της περιπέτειας. Τη συγκεκριμένη περίοδο δε διαβάζω τίποτα λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων. Από τα βιβλία που έχω διαβάσει φέτος, όμως, ξεχώρισα το μυθιστόρημα ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, του Βαγγέλη Βουραζάνη («Ψυχή από Μαύρο Βελούδο»). Ακριβώς λόγω του ότι είναι πρωτοεμφανιζόμενος όπως κι εγώ, ξεκίνησα να το διαβάζω με μια συμπάθεια (αλληλεγγύη ίσως), αλλά και με μια επιφύλαξη. Είναι φοβερό το πώς μέσα στην υπόθεση ήρθα αντιμέτωπος με πολλές πεποιθήσεις και απόψεις για τη ζωή με τις οποίες διαφωνούσα, το πώς ο κεντρικός χαρακτήρας μου έβγαλε μια αντιπάθεια –λόγω προσωπικών κριτηρίων- και παρ’ όλ’ αυτά η πλοκή και το βάθος των γεγονότων που δένουν αρμονικά και ευρηματικά στο τέλος του έργου με εντυπωσίασαν. Γι’ αυτό και είναι ένα από τα βιβλία που θα πρότεινα σε νεαρές ηλικίες, αλλά και μεγαλύτερους.

  • Ας κλείσουμε λοιπόν με ένα αγαπημένο σου απόσπασμα από αυτό…

«Και ο Αλέξανδρος έφυγε. Μια κίνηση που ποτέ δεν ερμηνεύτηκε σωστά. Μια κίνηση που εκείνη θεώρησε ως καταφατική απάντηση στα όσα του είχε πει, ενώ στην πραγματικότητα ήταν το αποκορύφωμα της παραίτησής του. Η αναγνώριση της ήττας του, αλλά και η ύστατη προσπάθειά του να διατηρήσει όση αξιοπρέπεια και δικαίωμα στη ζωή του είχε απομείνει»

[punica-divider]

Με τον συγγραφέα μπορείτε να επικοινωνήσετε εδώ –> Στέλιος Γ. Λευκόπουλος

Μια καλή μέρα ξεκινάει με μια κούπα καλό καφέ (για εσάς, εγώ τους έχω κόψει). Αν δεν γράφω κάτι, τότε ψάχνω με τι θα καταπιαστώ. Ξεκινώ να γράφω γιατί μου αρέσει και απολαμβάνω το ταξίδι γιατί δεν ξέρω που θα με οδηγήσει. Πάντα με καλή διάθεση, πάντα αληθινά : Vincit omnia verita (η αλήθεια υπερισχύει όλων)

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Τα Κίτρινα Φώτα… βγαίνουν στο Δρόμο!

Μετά από ένα μικρό διάστημα απουσίας, τα Κίτρινα Φώτα έχουν
Πηγή: https://www.npr.org/sections/thetwo-way/2016/04/04/472963182/rare-film-emerges-of-double-agent-kim-philby-speaking-after-defection

Κιμ Φίλμπυ: Which side are you on?

 Ο Κιμ Φίλμπυ, ένα όνομα που σημάδεψε την ιστορία του