

Υπάρχουν φορές που, ενώ αρκετά θέματα «τρέχουν» στο μυαλό σου, δεν ξέρεις για ποιο εξ αυτών θέλεις να γράψεις. Η αλήθεια είναι πως η πηγή αυτής της αδράνειας και αναποφασιστικότητας εντοπίζεται ενδεχομένως στην έλλειψη διάθεσης να γράψεις, στο συναίσθημα πως δεν θέλεις να μοιραστείς κάποιο από τα θέματα αυτά. Προβληματίζεσαι, σκέφτεσαι, αφήνεις λιγάκι τον χρόνο να περάσει και… να… ξαφνικά η κατάσταση αυτή γίνεται πιο «ξεκάθαρη»· ένα θέμα και μια σειρά από ενέργειες είναι όλα έτοιμα στο μυαλό σου κι αυτό που μένει είναι να πάρεις την απόφαση να «δουλέψεις» πάνω στην ιδέα σου, ανεξάρτητα με την δυσκολία ή ευκολία του έργου, ώστε να αρχίσεις να την δομείς, μέχρι να της δώσεις, εν τέλει, ένα «σχήμα»…
Ίσως η παραπάνω αναφορά να είναι (ή να φαίνεται) περιττή. Κι όντως δεν υπάρχει συνάφεια με τον τίτλο του άρθρου, που δίνει βεβαίως και το θέμα του. Αποκαλύπτει, ωστόσο, το πώς προέκυψε το συγκεκριμένο θέμα και σε αυτό το σημείο βρίσκουμε την σύνδεση μαζί του. «Έτρεχαν», λοιπόν, οι σκέψεις μου, περνούσε ο καιρός, καθημερινές υποχρεώσεις άλλαζαν την εστίαση της προσοχής μου… Κάποια στιγμή, τυχαία (;!) εντελώς, θυμήθηκα ένα βιβλίο που διάβασα πέρυσι, περίπου τέτοια εποχή και, μέσα στα διάφορα αποσπάσματα (ιστορίες) που είχαν εντυπωθεί στην μνήμη μου, ξεχώρισε ένα κείμενο για την ψυχοθεραπεία.
Ανέτρεξα αμέσως στο βιβλίο (μου το δώρισε μια φίλη μου!). Είναι το «Να σου πω μια ιστορία» του Χόρχε Μπουκάι. Θέλησα να το διαβάσω ξανά. Έφτασα στο απόσπασμα για την ψυχοθεραπεία… Το περιεχόμενο και η ροή του λόγου με γοήτευσαν! Ένα σύνθετο θέμα παρουσιάζεται απλά, κατανοητά, παραστατικά, σε μερικές μόλις σελίδες… από ένα Ψυχίατρο (ο χαρακτήρας του Χοντρού στο έργο, που μιλά για την ψυχοθεραπεία στο συγκεκριμένο απόσπασμα, είναι ο Χόρχε)! Έχουμε, δηλαδή, ένα λόγο με επιστημονική εγκυρότητα που ταυτόχρονα είναι προσιτός σε και κατανοητός από όλους. «Θα τον παραθέσω αυτούσιο» σκέφτηκα, «αφού πρώτα αναφερθώ σύντομα στον συγγραφέα και το βιβλίο του αυτό.».
Παρακάτω, παρουσιάζεται αυτούσιο το απόσπασμα στο οποίο ο Χοντρός (Χόρχε) αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία! Το εντοπίζουμε στο κεφάλαιο με τίτλο «Τι Λογής Θεραπεία Είναι Αυτή;»
Τι Λογής Θεραπεία Είναι Αυτή;
«Αυτή είναι η θεραπεία που κάνουμε, Ντεμιάν. Μία θεραπεία για να καταλάβεις τι σου συμβαίνει κάθε στιγμή. Μία θεραπεία που έχει στόχο ν’ ανοίγει χαραμάδες στις μάσκες σου για ν’ αφήνει να βγει έξω ο αληθινός Ντεμιάν.
»Είναι μία θεραπεία που δεν θεραπεύει κανέναν, γιατί δέχεται ότι μπορεί να βοηθήσει μονάχα άτομα που θεραπεύονται από μόνα τους. Μία θεραπεία που δεν επιχειρεί να προκαλέσει καμία αντίδραση, αλλά απλώς να ενεργήσει ως καταλύτης ικανός να επιταχύνει μια διαδικασία η οποία ούτως ή άλλως θα λάβαινε χώρα, αργά ή γρήγορα, είτε με ψυχοθεραπευτή είτε χωρίς αυτόν.
Μία θεραπεία που -τουλάχιστον με ετούτον εδώ τον ψυχοθεραπευτή-, μοιάζει όλο και περισσότερο με διδασκαλία. Και, τέλος, μία θεραπεία που δίνει περισσότερη σημασία στο «αισθάνεσθαι» παρά στο «σκέπτεσθαι», στην πράξη παρά στο σχεδιασμό, στο είναι παρά στο έχειν, στο παρόν παρά στο παρελθόν ή το μέλλον.»
«Αυτό είναι το ζήτημα: το παρόν» απάντησα. «Αυτή είναι η διαφορά, κατά τη γνώμη μου, με τις προηγούμενες θεραπείες που έκανα. Η έμφαση που δίνεις στη σημερινή κατάσταση. Όλοι οι άλλοι ψυχοθεραπευτές που γνώρισα ή άκουσα γι’ αυτούς, ενδιαφέρονται για το παρελθόν, τις αιτίες, τις πηγές του προβλήματος. Εσύ δεν ασχολείσαι μ όλα αυτά. Αν, όμως, δεν ξέρεις πότε άρχισαν να μπερδεύονται τα πράγματα, πώς θα μπορέσεις να τα ξεμπερδέψεις;»
«Για να συντομεύσω, πρέπει να επιμηκύνω. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Απ’ όσο γνωρίζω, στον κόσμο της ψυχοθεραπείας ενδημούν πάνω από διακόσιοι πενήντα τρόποι θεραπείας που σχετίζονταν με άλλες τόσες περίπου φιλοσοφικές απόψεις.
»Οι σχολές αυτές είναι όλες διαφορετικές μεταξύ τους. Διαφέρουν στην ιδεολογία, στη μέθοδο ή στην προσέγγιση, όμως, νομίζω ότι όλες έχουν τον ίδιο στόχο: γα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής του πάσχοντος. Σ’ αυτό που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, ίσως, είναι στο τι εννοεί ο κάθε ψυχοθεραπευτής λέγοντας: «βελτίωση της ποιότητας ζωής». Αλλά… τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε.
»Αυτές οι διακόσιες πενήντα σχολές θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις γραμμές σκέψης -ανάλογα με την έμφαση που δίνει το κάθε ψυχοθεραπευτικό μοντέλο στην εξερεύνηση των προβλημάτων του ασθενούς. Πρώτα, οι σχολές που επικεντρώνουν στο παρελθόν. Έπειτα, όσες επικεντρώνουν στο μέλλον. Και τέλος, αυτές που επικεντρώνουν στο παρόν.
»Η πρώτη γραμμή, που δεν είναι η πιο πολυπληθής, συμπεριλαμβάνει εκείνες τις σχολές που ξεκινούν -ή λειτουργούν σαν να ξεκινούσαν-, από την ιδέα ότι ένας νευρωτικός είναι κάποιος που κάποτε, πριν από καιρό, όταν ήταν μικρός, είχε ένα πρόβλημα, κι από τότε πληρώνει τις συνέπειες, εκείνης της κατάστασης. Η δουλειά, συνεπώς, γίνεται για να θυμηθεί ο πάσχων την παλιά ιστορία και να εντοπίσει τι ακριβώς προκάλεσε τη νεύρωση. Επειδή οι αναμνήσεις βρίσκονται, σύμφωνα με τους αναλυτές, “καταπιεσμένες” στο υποσυνείδητο, χρειάζεται επίμονη αναζήτηση στο εσωτερικό για να βρεθούν τα γεγονότα που έμειναν “θαμμένα”.
»Το πιο καθαρό παράδειγμα γι’ αυτό το μοντέλο είναι η ορθόδοξη ψυχανάλυση. Για να προσδιορίσω τις σχολές αυτού του τύπου, λέω συνήθως ότι ψάχνουν «το γιατί».
»Πολλοί αναλυτές, όπως βλέπω, νομίζουν ότι αρκεί να βρουν την αιτία του συμπτώματος, δηλαδή, ο πάσχων ν’ ανακαλύψει γιατί κάνει αυτό που κάνει, να γίνει συνειδητό το ασυνείδητο. Τότε, όλος ο μηχανισμός θ’ αρχίσει να δουλεύει σωστά.
»Η ψυχανάλυση, για να μιλήσουμε για την πιο διαδεδομένη σχολή, έχει, όπως όλα σχεδόν τα πράγματα, μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα.
Όσο για τα μειονεκτήματα, είναι τουλάχιστον δύο. Από τη μία, η υπερβολική διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας που γίνεται κουραστική και αντι-οικονομική -και δεν εννοώ μονάχα τα χρήματα. Κάποιος αναλυτής μού είπε κάποτε ότι η θεραπεία πρέπει να διαρκέσει το ένα τρίτο του χρόνου που έχει ζήσει ο πάσχων ως τη στιγμή που αρχίζει τη θεραπεία. Από την άλλη, το μοντέλο αυτό δίνει αμφίβολα θεραπευτικά αποτελέσματα. Προσωπικά, αμφιβάλλω αν κάποιος μπορεί να αποκτήσει ικανοποιητική αυτογνωσία ώστε να μεταβάλει τη θεώρηση της ζωής του, μια αρρωστημένη στάση του, ή το λόγο για τον οποίο ο πάσχων προσέφυγε στη ψυχανάλυση.
»Στην άλλη άκρη, νομίζω εγώ, βρίσκονται οι ψυχοθεραπευτικές σχολές που επικεντρώνονται στο μέλλον. Αυτές οι τάσεις, που είναι στη μόδα σήμερα, θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής: το αληθινό πρόβλημα είναι ότι ο πάσχων ενεργεί με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι θα έπρεπε για να πετύχει τους στόχους του. Συνεπώς, ο σκοπός δεν είναι να ανακαλύψουμε γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει -το θεωρούμε δεδομένο-, ούτε να μάθουμε πόσο βαθιά υποφέρει το άτομο. Το ζήτημα είναι να καταφέρουμε να φτάσει ο πάσχων εκεί που θέλει να φτάσει, ή να πετύχει αυτό που επιθυμεί ξεπερνώντας τους φόβους του, ώστε να ζήσει πιο δημιουργικά και θετικά.
»Η γραμμή αυτή, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον συμπεριφορισμό, προτείνει την ιδέα ότι μπορείς να διδαχθείς νέες συμπεριφορές μόνο αν τις ασκείς -κάτι που ο πάσχων δύσκολα θα επιχειρήσει δίχως την έξωθεν βοήθεια, υποστήριξη και καθοδήγηση. Αυτή η βοήθεια θα του δοθεί κατά βάση από κάποιον επαγγελματία που θα του υποδείξει ποια είναι η καταλληλότερη συμπεριφορά, θα του προτείνει με συγκεκριμένο τρόπο τι πρέπει να πράξει και θα συνοδεύσει τον ασθενή σ’ αυτή τη διαδικασία υγιούς επαναφοράς.
Η βασική ερώτηση που θέτουν οι ψυχοθεραπευτές αυτής της κατηγορίας δεν είναι το γιατί, αλλά το πώς. Δηλαδή, πώς θα επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος.
»Η σχολή αυτή έχει επίσης πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι ότι η τεχνική αυτή είναι απίστευτα αποτελεσματική και το δεύτερο ότι η όλη διαδικασία είναι ταχύτατη. Ορισμένοι Αμερικανοί νέο-συμπεριφοριστές μιλούν ήδη για θεραπείες που φτάνουν από μία έως πέντε επισκέψεις. Το πιο προφανές μειονέκτημά κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η θεραπεία αυτή είναι επιφανειακή. Ο ασθενής ποτέ δεν θα φτάσει να γνωρίσει τον εαυτό του, ούτε θ’ ανακαλύψει τις δυνάμεις του. Συνεπώς, η μέθοδος τον βοηθά να λύσει μονάχα αυτήν την κατάσταση για την οποία οδηγήθηκε στο ιατρείο, εξαρτώντας τον στενά από τον ψυχοθεραπευτή του. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά κακό, όμως, δεν προσφέρει τα αναγκαία εφόδια ώστε ο πάσχων να φτάσει στην απαραίτητη επαφή με τον εαυτό του.
»Η τρίτη γραμμή είναι, από ιστορικής απόψεως, η πιο νέα από τις τρεις. Περιλαμβάνει όλες εκείνες τις ψυχοθεραπευτικές σχολές που επικεντρώνουν την προσοχή τους στο παρόν.
»Σε γενικές γραμμές, ξεκινάμε από την ιδέα να μην ερευνήσουμε την καταγωγή του προβλήματος ούτε και να προτείνουμε συμπεριφορά που θα έπρεπε να αποφευχθεί. Ο στόχος είναι, περισσότερο, να προσδιοριστεί τι ακριβώς συμβαίνει στο άτομο που κάνει την ψυχοθεραπεία και για ποιο λόγο βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.
»Ξέρεις ότι αυτή είναι η δική μου επιλογή στη δουλειά μου. Γι’ αυτό είναι προφανές ότι πιστεύω πως είναι η καλύτερη. Ωστόσο, παραδέχομαι ότι κι αυτός ο δρόμος έχει μειονεκτήματα, όπως και πλεονεκτήματα.
»Συγκριτικά, δεν είναι τόσο μακροχρόνια η θεραπεία όπως στην ψυχανάλυση, ούτε τόσο σύντομη όπως στις νεο-συμπεριφοριστικές μεθόδους. Μια θεραπεία τέτοιου είδους θα διαρκέσει από έξι μήνες έως δύο χρόνια. Δίχως να ανταγωνίζεται σε εμβάθυνση την ορθόδοξη σχολή, προσφέρει, κατά γνώμη μου, μια καλή δόση αυτογνωσίας κι ένα καλό επίπεδο χρήσης των ίδιων εφοδίων.
»Από την άλλη, μολονότι κατορθώνει να γονιμοποιήσει την διαδικασία επαφής με τη σημερινή πραγματικότητα, κρύβει ταυτόχρονα τον κίνδυνο να ενθαρρύνει μια φιλοσοφία αδιαφορίας και ελαφρότητας στον πάσχοντα, έστω και προσωρινά. Μια στάση του τύπου: “να ζήσω τη στιγμή”, που δεν έχει σχέση με το “παρόν” που προτείνουν αυτές οι σχολές, το οποίο, φυσικά, δέχεται και προϋποθέτει τόσο την εμπειρία όσο και τα σχέδια για τη ζωή.
…
ΠΗΓΕΣ:
Διαδίκτυο:
Βιβλιογραφία:
- Χόρχε Μπουκάι, Να Σου Πω Μια Ιστορία, Διηγήσεις που μ’ έμαθαν να ζω, Εκδόσεις opera, Αθήνα 2011