

Γεννημένος στο Λιβόρνο, στην Τοσκάνη της Ιταλίας, ήταν γόνος πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Αν και αρχικά η οικογένεια του ήταν αρκετά ευκατάστατη, η γέννηση του καλλιτέχνη συνέπεσε με την οικονομική κατάρρευση της επιχείρησης του πατέρα του. Σε ηλικία 14 ετών προσβάλλεται από τύφο και μόλις δύο χρόνια αργότερα γίνεται ένα από τα θύματα της μάστιγας της φυματίωσης, που είχε οδηγήσει πλήθος κόσμου στον θάνατο. Παρά ταύτα, οι γονείς του αναγνώρισαν το καλλιτεχνικό του δαιμόνιο και δεν το άφησαν ανεκμετάλλευτο. Τον ώθησαν – παρά τις οικονομικές δυσκολίες – για σπουδές πάνω στην τέχνη.
Το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο το σημειώνει στην Φλωρεντία όπου εγγράφεται στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola Libera di Nudo). Ο επόμενος χρόνος τον βρίσκει στην Βενετία όπου μαζί με τα μαθήματα ιστορίας της τέχνης παίρνει και το “βάπτισμα” στον κόσμο των ναρκωτικών. Η έννοια της αταξίας και των καταχρήσεων γίνεται πλέον modus vivendi για τον Μόντι (φημολογείται πως αυτό ήταν το ψευδώνυμο του, όχι τυχαία δοσμένο μια και το όνομα του παραπέμπει στη λέξη “maudit” που σημαίνει καταραμένος). Από την μία λοιπόν το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και η κατανάλωση πληθώρας ψυχοτρόπων ουσιών, από την άλλη η ανάγνωση έργων του Νίτσε, τον οδήγησαν να υιοθετήσει μια αντισυμβατική – για την εποχή – στάση ζωής.
Οι καλλιτεχνικές του αναζητήσεις τον φέρνουν στο Παρίσι το 1906, όπου βρίθει από πλήθη ανήσυχων καλλιτεχνών. Βρισκόμαστε στο Παρίσι της Μπέλ Επόκ, στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου ο έρωτας, η παρακμή και η καλλιτεχνική έμπνευση στροβιλίζονται στον παριζιάνικο αέρα. Εκεί θα διαμορφώσει το καλλιτεχνικό του “punto di riferimento” καθιερώνοντας την ιδιάζουσα τεχνοτροπία του, η οποία τον μετέτρεψε σε “καλλιτέχνη – θρύλο” γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι ένα από τα διασημότερα γυμνά έργα του (πρόκειται για τον πίνακα “Ξαπλωμένο Γυμνό”) πωλήθηκε έναντι 170,4 εκ. δολαρίων στις 9 Νοεμβρίου 2015 από τον οίκο Christie’s στην Νέα Υόρκη. Κάπως παράδοξο για έναν “καταραμένο” ζωγράφο εάν σκεφτεί κανείς πως αντάλλαζε τους πίνακες του για ένα κομμάτι ψωμί. Μαζί με άλλους ανέστιους καλλιτέχνες ζούσε στο Le Bateau – Lavoir στη Μονμάρτη, που συνήθιζε να αποτελεί το στέκι των φτωχών καλλιτεχνών.
Νοερά τον συναντάμε στο καφέ “Ροτόντ” να συνδιαλέγεται με την παριζιάνικη καλλιτεχνική αφρόκρεμα. Γίνεται φίλος με τον Ντίεγκο Ριβέρα, την Φρίντα Κάλο, και τον Πωλ Σεζάν. Η γνωριμία του με τον Ανρί ντε Τουλουζ Λωτρέκ θα τον βυθίσει ακόμα πιο πολύ στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στον αγοραίο έρωτα. Εκεί αρχίζει να διαμορφώνει το δικό του στυλ. Ζωγραφίζει καθημερινά, ως επί το πλείστον γυναίκες, από τις comme il faut της γαλλικής μπουρζουαζίας έως και τις καμπαρετζούδες του Le Grande Spectacle. Ωστόσο στα έργα του δεν συναντάμε γυναίκες ντυμένες με φανταχτερά φτερά και γούνες , ένα άλλο στοιχείο που αποδεικνύει το μοναδικό του στυλ – παρά τις επιδράσεις που είχε από τους καλλιτέχνες της εποχής. Ο ίδιος μάλιστα έλεγε “ Οι όμορφες γυναίκες που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους”. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η πλειονότητα των έργων του επικεντρώνεται στην απεικόνιση του γυμνού γυναικείου σώματος. Όσες πόζαραν να τις ζωγραφίσει ήταν παράλληλα και ερωμένες του καθώς ο ίδιος πίστευε πως μια γυναίκα δεν μπορούσε να την ζωγραφίσει εάν πρώτα δεν την κατακτήσει. Οι ίδιες υποστήριζαν πως όταν ζωγραφίζει – αποτυπώνει την γυμνή ψυχή τους.
Ωστόσο, το αντισυμβατικό και καινοτόμο πνεύμα του δεν άργησε να ταράξει τον καθωσπρεπισμό της γαλλικής καθεστηκυίας τάξης. Η πρώτη και τελευταία έκθεση του (το 1917) στη γκαλερί Berthe Weill’s απαγορεύτηκε με την επέμβαση των αστυνομικών αρχών, οι οποίες με βίαιο τρόπο ζήτησαν την απόσυρση των γυμνών έργων του και μάλιστα εκείνων που παρουσίαζαν ακάλυπτο το εφήβαιο. Ανάμεσα σ’ αυτά και το γυμνό “Nu couche”(“Ξαπλωμένο Γυμνό”) που σήμερα έρχεται δεύτερο παγκοσμίως σε πωλήσεις (οίκος Christies) μετά τον διάσημο πίνακα του Πικάσο “Οι γυναίκες του Αλγερίου” σε δημοπρασία του ίδιο οίκου.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον Amedeo Modigliani από τους σύγχρονους του καλλιτέχνες και προσδίδει στα έργα του ένα ιδιαίτερο ύφος που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με άλλων καλλιτεχνών?
Αντισυμβατικός στην ζωή του – αντισυμβατικός και στην τέχνη του. Ο ίδιος δεν εντάσσεται σε κανένα καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής, δεν είναι ούτε εξπρεσιονιστής, ούτε μετά – ιμπρεσιονιστής ούτε εκπρόσωπος του κυβισμού που ανθίζει στην εποχή του. Οι γνωριμίες του με ζωγράφους της εποχής είναι καθοριστικές αλλά δεν και διαμορφώνουν την ταυτότητά του. Οι γυναίκες του Μοντιλιάνι ξεχωρίζουν για το χρυσαφύ δέρμα, τις λείες καμπύλες, την λεπτή μέση, την μακριά ψηλόλιγνη μύτη, τα μακριά τραχιά χέρια που προσδίδουν μια κινητικότητα και το γερμένο κεφάλι που εκφράζει μελαγχολία. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της τεχνοτροπίας του είναι τα “μάτια” , κυρίως ασύμμετρα, αμυγδαλωτά, μικρά και συχνά “κενά”. Την ιδιαιτερότητα στην απόδοση των ματιών την υιοθέτησε από τον Πάμπλο Πικάσο (πορτρέτο της Γετρούδης Στάιν), γεγονός που αποτέλεσε και το εφαλτήριο του ιδιαίτερου μίσους και της έντονης ζήλιας που έτρεφε ο Ισπανός ζωγράφος προς το πρόσωπο του Μοντιλιάνι. Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί γύρω από τον ζήτημα των “ματιών” στου πίνακες του Ιταλοεβραίου ζωγράφου. Είναι τόσο ευρέως γνωστή η ιδιαιτερότητα της απεικόνισης των ματιών, που οδήγησαν και τον Έλληνα ποιητή Καββαδία να αναφερθεί σε ποίημα του σε αυτά, “Ξέχασες εκείνον τον σκοπό που λέγαν οι Χιλιανοί – Άγιε Νικόλα φύλαγε και Άγια θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Μοντιλίανι που τ΄αγαπούσε ο δόκιμος και οι δυο Μαρμαρινοί”.
Τα μάτια αυτά παραμένουν ανέκφραστα και κενά προκειμένου να μην αφήσουν τον θεατή να εισχωρήσει στην ψυχή του απεικονιζόμενου προσώπου. Πράγματι, κοιτάζοντας μέσα στην ταλαιπωρημένη – από τις καταχρήσεις και την φυματίωση – ζωή του Μοντιλιάνι μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί του μυστηρίου που κρύβεται πίσω από τα μάτια των γυναικών του πολυπαθούς ζωγράφου. Ο Μοντιλιάνι δεν θέλει τα μάτια στους πίνακες του να είναι ο καθρέπτης της ψυχής. Για το λόγο αυτό “τα κρύβει” , τα αφήνει “κενά” και “ανέκφραστα” με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούσε να κρύψει και την δική του ψυχή από την αδηφάγο αστική τάξη του Παρισιού που καταδίκαζε και περιθωριοποιούσε τους φυματικούς ως “μιάσματα” του γαλλικού status quo. Ο Μοντιλιάνι το γνώριζε αυτό καλά και το πάλευε με τον δικό του τρόπο – αλκοόλ και καταχρήσεις- . Λέγεται μάλιστα ότι ο έντονος εθισμός του στην ταραχώδη ζωή οφείλεται στην προσπάθεια του να καλύψει την άθλια κατάσταση της υγείας του. Ο ίδιος άλλωστε γνώριζε ότι η ζωή του θα τελείωνε σύντομα – γι’ αυτό άλλωστε επέλεξε να την ζούσε στο έπακρο ως άλλος Τζέιμς Ντίν.
Παρά το ότι οι καλλιτεχνικές του μούσες προέρχονταν από τον πληρωμένο έρωτα των παριζιάνικων στενών που συνήθιζε να συχνάζει, συνοδοιπόροι στην ζωή του ήταν τρεις ταλαντούχες γυναίκες οι οποίες των επηρέασαν και καλλιτεχνικά (Άννα Αχμάτοβα, Μπεατρίς Χάστινγκς, Ζάν Χεμπουτέρν), η δε τελευταία (Ζαν Χεμπουτέρν) αποτέλεσε την σημαντικότερη γνωριμία στη ζωή του. Η Ζαν εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι για να ζήσει μαζί του. Ταξίδεψαν μαζί από την Κυανή Ακτή και ξαναβρέθηκαν στο Παρίσι όπου νοίκιασαν το διαμέρισμα τους στην οδό Grande Chaumiere το 1919. H Ζαν εκεί γεννάει την κόρη τους, χωρίς να έχουν καν παντρευτεί. Ο Amedeo Modigliani την αγαπούσε, τα δυο τελευταία χρόνια της ζωής του ζωγράφιζε συνεχώς αφήνοντας 25 πορτραίτα αφιερωμένα όλα σ’ αυτήν! Ωστόσο ο έρωτας τους δεν είχε αίσιο τέλος. Η υγεία του Μοντιλιάνι όλο και χειροτέρευε. Η φυματίωση τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι – ενώ η Ζαν ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Στις 24 Ιανουαρίου του 1920 ο καταραμένος ζωγράφος πεθαίνει. Δύο μέρες μετά η κυοφορούσα Ζαν αυτοκτονεί από το παράθυρο του σπιτιού τους, επισφραγίζοντας την τραγική ζωή τους. Η επιγραφή στον τάφο της αναφέρει χαρακτηριστικά “Αφοσιωμένη σύζυγος ακόμα και στην υπέρτατη θυσία”.