

Διανύοντας την μεταπολεμική περίοδο (1945-1960) στην τέχνη όπως στην ζωγραφική έτσι και στην γλυπτική παρατηρούνται κάποιες ριζοσπαστικές αλλαγές. Πολλοί Έλληνες ζωγράφοι αλλά και γλύπτες επισκέπτονται το Παρίσι, όπου κυριαρχεί η αφαίρεση και ο μοντερνισμός και επηρεάζονται τόσο οι νεότεροι όσο και οι παλαιότεροι.Οι άρρηκτες σχέσεις με το πατροπαράδοτο ελληνικό στοιχείο δεν σβήνουν ποτέ, κάτι που αποτυπώνεται πάντοτε στα έργα τους.
Ο δυϊσμός που επικρατεί στην ελληνική τέχνη ανάμεσα στο “οικείο”, ελληνικό και στο”ξένο” στοιχείο έχει εκφραστεί από πολλούς, με έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της να είναι ο Έλληνας γλύπτης Χρήστος Καπράλος.
Ζωή και Έργο
Ο Χρήστος Καπράλος (1909-1993) γεννήθηκε το 1909 στο Παναιτώλιο Αγρινίου. Προερχόταν από φτωχή, αγροτική οικογένεια όμως κατόρθωσε να σπουδάσει ζωγράφος στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχοντας παραμείνει στο Παρίσι μέχρι και το 1940, αποφασίζει να επιστρέψει και μέσα από τα γλυπτά του να εκφράσει τα όσα έμαθε στο Παρίσι, προσμετρώντας πάντοτε στοιχεία από την πατρίδα. Έτσι το 1946 εγκαθίσταντο στην Αθήνα η οποία διανύει την δική της εσωτερική πολιτικοοικονομική κρίση και αμέσως καταπιάνεται με την σύνθεση του “Μνημείου της Πίνδου“. Η κατασκευή του έργου κράτησε χρόνια και δημιουργήθηκε στην δύσκολη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο συμβολισμός του εν λόγω γλυπτού είναι αρκετά ισχυρός, ενώ δεν λείπουν τα στοιχεία αρχαϊσμού με εκείνα της αφαιρετικότητας.

Ο Καπράλος σε γενικές γραμμές δεν εγκατέλειψε τον ανθρωποκετρνισμό της τέχνης του και συνέχισε να δουλεύει το σίδερο με άλλα υλικά συνθέτοντας έτσι μία ευρηματικότητα που συνδυαζόταν με το προσωπικό του ύφος. Από το 1951 άρχισε να δραστηριοποείται στην Αίγινα όπου και μεταφέρθηκε εκεί ένα μέρος από τα ανάγλυφα του μνημείου του, το οποίο εκθειάζεται έως σήμερα στο Μουσείο που είναι αφιερωμένο στον ίδιο. Πέρα από τις εκθέσεις των γλυπτών του στην Ελλάδα, πανευρωπαϊκά εκθείασε κάποια από τα γλυπτά του όπως στην Ιταλία, στον Καναδά και στις Η.Π.Α. Το 1988 τιμήθηκε με βραβείο Χέρντερ, βραβείο που απονεμόταν σε εξέχουσες προσωπικότητες του πολιτισμικού και πνευματικού χώρου.
Η Μεταπολεμική Τέχνη: Oι αλλαγές και η συνέχεια
Ενώ στη Ζωγραφική η αλλαγή φάνηκε να ακολουθεί ταχύτερους ρυθμούς και να αγκαλιάζει μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, στην γλυπτική αντίθετα η παράδοση φάνηκε να ασκεί την δική της πίεση αφού οι αναμνήσεις ενός παρελθόντος γεμάτο πόλεμο και βία, δεν μπορούσε να δώσει το πάτημα που χρειαζόταν για να γίνουν ριζοσπαστικές αλλαγές στα γλυπτά. Εστιάζει την προσοχή της στον δημόσιο βίο, στην αντικειμενικότητα και στην προσκόλληση στην παράδοση. Για αρκετούς Έλληνες γλύπτες η εμμονή στο κλασσικό, το αρχαίο ήταν η μόνη λύση το οποίο συμπληρωνόταν από το μέτρο και την αρμονία. Η ανθρώπινη μορφή παρέμενε-όπως διαπιστώθηκε- στο προσκήνιο για αρκετό καιρό. Σταδιακά ωστόσο το πρόσωπο δέχεται την παραμόρφωση που του “αρμόζει”. Αφαιρετικά και μοντερνιστικά στοιχεία κάνουν την εμφάνιση τους και μετά την δεκαετία του 1960, θα εδραιωθεί μία σουρεαλιστική απεικόνιση στα γλυπτά τους. Η έκθεση γλυπτών κορυφαίων εξπρεσσιονιστών καλλιτεχνών, επηρεάζει δυναμικά τους Έλληνες οι οποίοι αρχίζουν και εκφράζουν τις πρώτες τους ανησυχίες και επιρροές που έχουν δεχτεί. Χαρακτηριστική είναι η έκθεση του Χένρυ Μουρ το φθινόπωρο του 1965 στο λόφο των Μουσών, στου Φιλοπάππου που προξένησε ένα κύμα νέας καινοτομίας και δημιουργίας στο χώρο της γλυπτικής.
Σημαντική ανάπτυξη παρατηρήθηκε επίσης και στην υπαίθρια γλυπτική, η οποία κατέστη κατεξοχήν δημόσια εκδήλωση με σημαντικές επιπτώσεις στον χώρο της τέχνης. Από το 1957 λειτουργούσε ήδη η “Ερανική Επιτροπή Ανεγέρσεως Ανδριάντων”, η οποία είχε αναλάβει το βάρος των σχετικών παραγγελιών. Ωστόσο, πολλά από τα έργα που δημιουργήθηκαν φάνηκε να είχαν προπαγανδιστικό χαρακτήρα και συσχετίστηκαν έμμεσα με πολιτειακές σχέσεις. Σε τελική ανάλυση δεν χωρά αμφιβολία ότι η γενιά αυτή των καλλιτεχνών που εκφράστηκε πριν και αμέσως μετά τον πόλεμο, ήταν μία περίοδος που τους ωρίμασε. Τους έκανε να πειραματιστούν και να δώσουν στα έργα τους μία νέα χροιά, ενώ παράλληλα φρόντισαν να εκφράζουν τους προβληματισμούς τους μέσα από σύμβολα. Προσπάθησαν να μην αφήσουν την ταυτότητα τους να χαθεί, αλλά στο γλυπτό που θα βλέπει έως σήμερα ο θεατής να αντιλαμβάνεται μία πολυμορφία στην τεχνική και την έκφραση.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
- Παπανικολάου, Μ. (2006). Η Ελληνική Τέχνη του 20ου αιώνα: Ζωγραφική – Γλυπτική, Θεσσαλονίκη: ΒΑΝΙΑΣ.
- Η Νέα Εποχή, Χρήστος Καπράλος. Ανακτήθηκε από http://www.epoxi.gr/persons3.htm