
«Αγαπητή Αφροδίτη,
Ξέρω ότι ίσως να δεν σε βρίσκω στα καλύτερά σου. Ξέρω ότι πίσω από αυτό το πρόσωπο, το απρόσωπο, το παγωμένο, το ανέκφραστο κρύβεται φοβισμένη μια ψυχούλα μόνη και αβοήθητη. Ξέρω, αγάπη μου, πόνεσες. Ξέρω, γλυκιά μου, δεν έχεις λόγια να το περιγράψεις. Ξέρω. Με νύχια και με δόντια συγκρατείς το τέρας μέρας σου. Φαντάζεσαι τον θάνατό του. Από τα χέρια σου.
Εντάξει μην με μαλώνεις. Έκανα λάθος. Όχι απλά δεν είσαι στα καλύτερά σου, έχεις πεθάνει και το γνωρίζεις. Είσαι νεκρή μέσα στους ζωντανούς. Μία σάρκα άψυχη, που την ποδοπάτησαν οι εχθροί και την άφησαν αβοήθητη να κείτεται στο πεδίο της μάχης. Κλάψε, κανείς δεν σε βλέπει. Κλάψε κι ας μουσκεύει το χαρτί.
Σε λάθος εποχή γεννήθηκες κοριτσάκι. Είσαι πολύ μικρή ακόμη για να αλλάξεις τον κόσμο. Ξέρεις… προβλήματα, δουλειά, σκοτούρες. Ποια είσαι εσύ που θα καταλάβεις τους ανθρώπους; Θέλεις δρόμο ακόμη κοριτσάκι. Είσαι μικρή, λίγη και ανίκανη να αντέξεις το βάρος του σκοταδιού τους. Δεν ξέρεις εσύ από αυτά. Πίσσα, βρομιά, μαυρίλα. Εσύ έχεις μάθει στα λουλούδια και τα παραμύθια σου. Πού πας ξυπόλυτη στα αγκάθια κοριτσάκι;
Άσε με να σου πω… καμιά φορά οι άνθρωποι γίνονται τα τέρατα που υπάρχουν στα παραμύθια σου. Αλλά πολύ πιο μεγάλα, πολύ πιο αδίστακτα. Κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε. Ή και που θέλουμε… Βγαίνουμε από τον εαυτό μας ή γινόμαστε ο εαυτός μας. Μην στενοχωριέσαι κοριτσάκι. Θα περάσει κι αυτό. Έτσι είναι η ζωή. Όλα περνούν.
Σφίξε τα δόντια και συνέχισε. Ποτέ μην σταματάς. Θα βρεις κι άλλα αγκάθια στον δρόμο σου. Πιο μεγάλα. Πιο τραχιά. Πιο κοφτερά. Να θυμάσαι να μην τα πατάς. Κι αν τα πατήσεις, πάτα τόσο δυνατά, ώστε να τα λιώσεις. Πάτα τα τόσο δυνατά, ώστε να μην ξανά-ανθίσουν. Βάλε δύναμη τόση, που να σε κάνει ανθεκτική στα αγκάθια. Και, μέρα με την μέρα, τα αγκάθια θα σε βλέπουν και θα λακίζουν. Να θυμάσαι. Θα έρθει η μέρα που τα αγκάθια, θα μοιάζουν μετάξι μπροστά σου».
Έτσι κάπως πέρασε το υπόλοιπο της μέρας εκείνης που σημάδεψε την Αφροδίτη. Με σκέψεις, ευθύνες και παρηγοριές. Πήρε φωτιά το μυαλό και βγήκε αίμα από κάθε πόρο του σώματός της. Ταλαιπωρημένη ψυχή, αποκαμωμένο κορμί. Τυλιγμένη γύρω από τον εαυτό της, με νύχια μπηγμένα στην σάρκα.
Σκέψεις, σκέψεις κι άλλες σκέψεις. Τί συνέβη; Ήταν αλήθεια ή μήπως όνειρο; Πώς να το διαχειριστεί; Τί πρέπει να νιώσει; Φόβο; Αηδία και απέχθεια; Μίσος; Ή μήπως να λυπηθεί τον άνθρωπο που έτυχε να είναι πατέρας της, για την κατάντια και την κατρακύλα του;
Σκέφτηκε πολλά. Ένιωσε άλλα τόσα. Το σώμα της πήρε φωτιά αμέτρητες φορές. Και πάγωσε άλλες τόσες. Για ένα μόνο ήταν σίγουρη: για την φυγή της.
Κινήσεις γρήγορες και βιαστικές. Μια βαλίτσα. Δυο ρούχα και τα πιο σημαντικά αντικείμενα. Να μην ξεχάσει το σημαντικότερο. Την φωτογραφία του Νικόλα της. Λάθος. Υπάρχει κι άλλο. Σημαντικότερο. Να τον ενημερώσει. Ένα φύλλο χαρτί και ένα μολύβι, μυτερό. Όχι να γράφει. Να χαράσσει και να κόβει. Δυο γραμμές, ίσα να τον ηρεμήσει.
«Αγάπη μου, παντοτινή και ανεξίτηλη,
Φεύγω. Όχι γιατί το θέλω, αλλά γιατί αν μείνω, θα πεθάνω. Μην με ψάξεις. Θα είμαι ζωντανή και αυτό μόνο να σκέφτεσαι. Εύχομαι κάποτε να με συγχωρέσεις που σε εγκαταλείπω. Θα σε προσέχω πάντα. Θα σε αγαπώ αιώνια».
Μια γρήγορη τσάκιση και μια σημείωση επάνω στο χαρτί.
«Για τον Νικόλα μου»
Είχε από ώρα πέσει σαν πτώμα για ύπνο στον καναπέ του σαλονιού. Το ουίσκι είχε ποτίσει τις φλέβες του και τον έκανε ανήμπορο να ορίσει το κορμί του. Μια γουλιά για κάθε αποτρόπαιη κίνηση που έκανε. Μια γουλιά για κάθε βρώμικη λέξη που ξεστόμισε. Μέχρι που το μπουκάλι άδειασε, αλλά εκείνος ήθελε κι άλλο…κι άλλο…κι άλλο! Να πιει. Να ξεχάσει. Να κάψει τα σωθικά του. Να καεί. Μέχρι που εξαντλημένος παράπεσε αναίσθητος στον καναπέ και βυθίστηκε σε λήθαργο.
Το δεξί χέρι κρατά την βαλίτσα με τα ρούχα της. Το αριστερό αυτοκτονεί, βυθίζοντας όλο και πιο βαθειά να νύχια στην σάρκα. Στέκεται μπροστά στην πόρτα, κοιτώντας τον αναίσθητο πατέρα της να χάνεται σε ύπνο λυτρωτικό. Η όψη της, στυγερού δολοφόνου που σκοτώνει, όχι με μαχαίρι και σφαίρα, αλλά με βλέμμα. Με βλέμμα όλο φωτιά και πάγο.
Μη και σε βρει τέτοιος θάνατος καρδιά μου.
Τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του τον σφίγγουν αργά και βασανιστικά όπως το ίδιο αργά και βασανιστικά την σκότωσε. Το μαξιλάρι επάνω στο πρόσωπό του τον οδηγεί σε θάνατο μερικά λεπτά αργότερα. Χίλια δυο θα μπορούσε ακόμη να σκεφθεί εκείνη τη στιγμή. Εκείνη θα είχε φύγει στο λεπτό. Θα ήταν στο μανάβικο ή θα πετούσε τα σκουπίδια και τον βρήκε νεκρό από το πολύ ποτό. Κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια και εκείνη θα ζούσε ήρεμα από εδώ και στο εξής. Η τάξη και η δικαιοσύνη θα είχαν επέλθει και ο καθένας θα ήταν εκεί όπου του αξίζει. Και το κυριότερο. Κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε την αιτία θανάτου του πατέρα της, αλλά πολύ περισσότερο την αιτία του δικού της θανάτου.
Μαζεύει γρήγορα τις σκέψεις της και επανέρχεται στην κανονικότητα. Το τελευταίο που θα ήθελε, ήταν να του μοιάσει. Ποτέ δεν θα γινόταν η ίδια δολοφόνος όπως εκείνος. Γιατί την σκότωσε.
Τα μάτια της του μιλάνε: «Εύχομαι όχι μόνο να μην σου μοιάσω ποτέ, αλλά να καταφέρω να ξεχάσω ποιον είχα για πατέρα. Θέλω να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, αλλά η λύπη μου για σένα είναι μεγαλύτερη από τον θυμό μου. Ελπίζω να καταφέρεις να βρεις την γαλήνη και την λύτρωση μέσα σου και να έρθει σύντομα η μέρα που θα γιατρευτείς. Ντρέπομαι που το αίμα σου κυλάει στις φλέβες μου. Εύχομαι να καταφέρεις να απαλλαγείς από τις τύψεις σου».
Με μια βαλίτσα γεμάτη αξιοπρέπεια, πληγές, φόβο και θυμό η Αφροδίτη εγκατέλειψε για πάντα το πατρικό της σπίτι. Έκλεισε πίσω της την πόρτα, αφήνοντας μέσα την χειρότερη ανάμνησή της. Δεν γνώριζε ούτε που πήγαινε, ούτε τί θα έκανε εκεί. Ήξερε μόνο ότι η ψυχή της δεν άντεχε να κουβαλήσει ακόμη ένα πλήγμα στις πλάτες της.
Βάδιζε, έρμαιο στα στενά μέχρι το κέντρο της πόλης. Ήθελε να τρέξει, μα δεν μπορούσε. Τα πόδια της δεν την βοηθούσαν. Τα ένιωθε βαριά, πρησμένα, δυσκολεύονταν να σηκώσουν το βάρος του σώματός της. Έμοιαζε χαμένη. Λες και είχε χάσει το σπίτι της. Λες και χάθηκε στους δρόμους. Όχι ότι δεν ήταν δηλαδή.
Αλήθεια… ποιο ήταν πλέον το σπίτι της; Ποιος ήταν ο προορισμός της και προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθεί; Ποιος νοιάζεται; Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε από εκείνο το σπίτι. Από εκείνο τα καταραμένο σπίτι.
Κι όταν πια έπιασε το βράδυ και οι δρόμοι ερήμωναν ενώ οι πλατείες άδειαζαν, άρχισε να σφίγγεται η καρδιά της, να αγριεύει. Καθισμένη σε ένα παγκάκι, κάπου κοντά στα Κάστρα ίσως, σφίγγει την ζακέτα γύρω της. Έχει από ώρα βγάλει ψύχρα και εκείνη δεν έχει παρά μια ζακέτα και μερικά φουστάνια στην βαλίτσα της.
Ανασηκώνει το κορμί της και μαζεύεται τώρα πιο σφιχτά. «Θα είμαι μια χαρά».
Γιατί ο μοναδικός της φόβος, ήταν το κρύο, όχι το σκοτάδι. Κάποιος φρόντισε να της το δείξει πολύ καλά. Τί είχε τώρα να φοβηθεί; Τί μπορούσε να την τρομάξει περισσότερο;
Κι ήρθαν πάλι οι σκέψεις στο μυαλό της. Θα είναι σίγουρα περασμένες δέκα. Η Νεφέλη θα έχει κάμποση ώρα που γύρισε από την δουλειά και ο Νικόλας… ο Νικόλας της; Να γύρισε στην ώρα του; Μήπως και συνάντησε κανένα εμπόδιο στον δρόμο; Να έφαγε άραγε το φαγητό του; Και τα μαθήματά του… οπωσδήποτε θα έχει ασχοληθεί με τα μαθήματά του. Είναι αστέρι στο σχολείο.
Τώρα ίσως να διαβάζει κανένα από τα αγαπημένα του κόμικ.
Να με σκέφτεται άραγε καθόλου; Το βρήκε το γράμμα μου; Να δεις που δεν θα το ΄δε. Και στο πα, βαλ΄ το σε πιο εμφανές σημείο! Αύριο τί θα κάνω; Να θυμηθώ να πάω στην βιβλιοθήκη να δανειστώ εκείνο το βιβλίο που μας σύστησαν στο στη σχολή…
Και βρέθηκε στα 18 της, αποκοιμισμένη, σ΄ ένα ξύλινο παγκάκι κάπου στην Άνω Πόλη, προσπαθώντας να ξεφύγει από όσα συνέβησαν σ΄ εκείνο το σπίτι το περασμένο πρωινό αλλά κα να αφήσει πίσω της τους γονείς και τον λατρεμένο της αδερφό. Δεν ήταν η θέλησή της, αλήθεια.
Ήταν όμως κάτι πολύ πιο βαθύ, πολύ πιο δυνατό, που δεν της επέτρεπε να μείνει δευτερόλεπτο ακόμη κάτω από την ίδια στέγη με τον άθλιο, που της έλαχε για πατέρας. Ας την συγχωρέσει ο Νικόλας της. Έχει τεράστια καρδιά. Ίσως κάπου, κάποτε, να ξαναβρεθούν και του εξηγήσει. Ίσως την συγχωρέσει. Ήταν η πρώτη φορά που έβαζε τον εαυτό πάνω από εκείνον. Ας την συγχωρέσει…
Η τελευταία και σημαντικότερη σκέψη που ταλάνιζε τον βαθύ της ύπνο και τα μπερδεμένα της όνειρα, ήταν η μάνα. Η μάνα εκείνη που η Αφροδίτη όχι απλά ντρεπόταν(λες και έφερε η ίδια την ευθύνη για ό,τι συνέβη!) αλλά την απεχθανόταν επίσης. Της προκαλούσε αποστροφή από τον καιρό που κυριολεκτικά παραιτήθηκε από την φροντίδα και την προσοχή του παράλυτου γιού της. Κι όχι μόνο αυτό, αφού ανέθεσε την ανατροφή του με μεγάλη ευκολία στην δεκάχρονη κόρη της.
Για τον εαυτό της, δεν την ένοιαζε. Όχι, δεν την πείραζε που η κάποτε λατρεμένη της μητέρα, η μητέρα που κάποτε της είχε τρομερή αδυναμία και έμοιαζε ολόκληρος ο κόσμος της, είχε οχτώ χρόνια τώρα να ενδιαφερθεί για εκείνη. Όχι για το αν έφαγε ή αν έκανε τα μαθήματά της, αλλά για το πώς βιώνει την καθημερινότητα με τον αδερφό της αλλά και την εφηβεία, που για τα περισσότερα παιδιά μοιάζει μία από τις δυσκολότερες περιόδους της ζωής τους.
Αλλά στην ζωή της Αφροδίτης, δεν χωρούσαν βέβαια τέτοιες πολυτέλειες για συναισθηματικές διακυμάνσεις και ερωτικές περιπτύξεις. Γι΄ αυτά τα τόσο απλά ήθελε να δείξει ενδιαφέρον η μητέρα της. Για το αν είναι καλά η ίδια, αν αισθάνεται καλά με τον εαυτό της την περίοδο που από άγουρο κοριτσάκι μετατρέπεται με γοητευτική δεσποινίς. Για το αν υπάρχει κάποιος επιτήδειος που της έκλεψε την καρδιά, σ΄ αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία. Γι΄ αυτά τα απλά πράγματα ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει με την μητέρα της. Σαν μάνα με κόρη. Σαν γυναίκα προς γυναίκα.
Έτσι κι εκείνη πολύ εύκολα σταμάτησε να ελπίζει σε φυσιολογική σχέση με την μητέρα της, μιας και η ίδια της είχε δείξει την παραίτησή της από τον γονικό της ρόλο καιρό τώρα. Έτσι, όχι μόνο ντροπή για ό,τι συνέβη, αλλά αδιαφορία πρέπει να νιώσει προς το μητρικό πρόσωπο, στο οποία τελικά πρέπει να αποδοθεί και το μεγαλύτερο μερίδιο των ευθυνών.
Κάπου στο τέλος, λίγο πριν βρεθεί στο όνειρο που δεν ορίζεις, αναρωτήθηκε τί να συνέβη στο πατρικό της σπίτι. Πώς άραγε ο πατέρας της να δικαιολόγησε την απουσία της; Με ποια ψεύτικη δικαιολογία να ηρέμησε τον Νικόλα; Χίλιες δυο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Αλλά δεν πέρασε αυτή που συνέβη. Δεν σκέφτηκε εκείνο που ήταν περισσότερο πιθανό να πράξει ο πατέρας της. Το πιο απλό, το πιο εύκολο.
Δεν πέρασε βέβαια ποτέ από το μυαλό της ότι μετά την έντονη αντίδραση του Νικόλα για την ανεξήγητη απουσία της αδερφής του από το σπίτι και την ένοχη και επίμονη σιωπή του πατέρα του, θα ακολουθούσε η άμεση και επιταχυμένη επιστροφή της Νεφέλης στο σπίτι, η οποία και προμήνυε ένα βράδυ-κόλαση για εκείνη.
-Πες μου, πες μου τουλάχιστον αν είναι καλά.
-….
-Θα ξαναγυρίσει;
Τώρα σήκωσε το χαμένο του βλέμμα πάνω της.
-Δεν θα ξαναγυρίσει και δεν θα ξαναμιλήσουμε για εκείνη μέσα σε αυτό το σπίτι.
Κι ο Νικόλας που παρακολουθούσε παγωμένος τον διάλογο των ενηλίκων, δεν άντεξε άλλο την ανεξήγητη σιωπή του πατέρα του αλλά και την συγκρατημένη στάση της μητέρας του κι επενέβη με όλο τον αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια της ηλικίας του:
-Η Αφροδίτη ποτέ δεν θα έφευγε από το σπίτι επειδή έτσι το αποφάσισε! Δεν το έκανε πιο μικρή, όταν τις φορτώσατε ευθύνες που δεν της αναλογούσαν… Δεν θα το έκανε τώρα χωρίς λόγο! Μαμά, μα δεν το βλέπεις;! Είναι ολοφάνερο πως κάτι της έκανε!
Τώρα στο μυαλό της Νεφέλης οι σκέψεις τρέχουν σαν τρελές η μία πίσω από την άλλη. Όχι…όχι! Ο άντρας της είχε καιρό τώρα που έδειχνε αδιαφορία όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τα παιδιά του, αλλά ποτέ δεν θα τους έβλαπτε. Ήταν σίγουρη, ποτέ δεν θα τους έκανε κακό.
Αλλά τώρα το γυναικείο της ένστικτο ξεπρόβαλε επιτέλους από το κουκούλι που χρόνια τώρα κρυβόταν και άρχισε να της χαϊδεύει το μυαλό. Και σε λίγο να το βασανίζει με σκέψεις και εικόνες και ιδέες…. ήταν μόνοι τους στο σπίτι, πατέρας και κόρη. Κόρη πάνω στην κορύφωση της άνθισής της και πατέρας απελπισμένος και από καιρό στερημένος από σεξουαλικές επαφές. Όχι, όχι.
Κουνάει έντονα και πιάνει το κεφάλι της. Όχι, όχι. Ο άνθρωπος αυτός κάποτε ήταν υπόδειγμα πατέρα. Αλλά έχει καιρό τώρα να δείξει αυτή του την πλευρά… Με κεφάλι βαρύ και ζαλισμένο, με βλέμμα γεμάτο αηδία και απέχθεια, κοιτάζει τον βιαστή της κόρης της κατάματα.
-Πώς μπόρεσες;, τον ρώτησε με τόνο έντονο και επικριτικό.
Μια ερώτηση ήταν αρκετή για να τον εξοργίσει και να μην υπολογίσει την παρουσία του εννιάχρονου γιού τους, ώστε να υψώσει το βαρύ ανδρικό του χέρι πάνω στην Νεφέλη.
Παρά τις άκαρπες προσπάθειές του να εμποδίσει τον Οδυσσέα και τις έντονες φωνές του, που ακούστηκαν σαν ψέλλισμα μπροστά στις κραυγές της Νεφέλης, ο Νικόλας σε λίγο υποχώρησε μετακινώντας μερικά μέτρα τον αμαξίδιό του και έμεινε να κοιτά άναυδος το αποκρουστικό θέαμα στο σαλόνι του σπιτιού.
Οι τελευταίες λέξεις του Οδυσσέα ήταν ξεκάθαρες και ακούστηκαν ηχηρές στα αυτιά μάνας και γιού:
-Η Αφροδίτη έχει πεθάνει. Όποιος ξαναμιλήσει για εκείνη, θα την ακολουθήσει.
Το επόμενο πρωί, μάνα και κόρη ξύπνησαν το ίδιο πονεμένες, με πόνο που προκλήθηκε από τον ίδιο άνθρωπο. Η Νεφέλη ήταν σαφές ότι έπρεπε να ξεχάσει την κόρη της. Η Αφροδίτη, είχε να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει την ζωή της στο εξής και κυρίως, πού.
Για αρχή δυο φίλες και δυο γνωστοί, ορκισμένοι πως δεν θα ενημερώσουν τους γονείς της, μιας και η όψη της Αφροδίτης δεν άφηνε περιθώρια και περαιτέρω συζητήσεις και ερωτήσεις. Ένα ήταν βέβαιο, πως χρειαζόταν βοήθεια.
Μέσα σε όλες τις δυσκολίες επιβίωσης όμως, η Αφροδίτη ποτέ δεν ξέχασε τον μοναδικό άνθρωπο που μέχρι τώρα την είχε στηρίξει. Ο Αλέξανδρος μέρες τώρα πήγαινε κάθε απόγευμα στις έξι, στο καθημερινό τους ραντεβού, στο γνωστό σημείο και στηνόταν με τις ώρες, με την ελπίδα πως να… τώρα, το επόμενο λεπτό, το επόμενο μισάωρο, ίσως εμφανιστεί. Και δεν έμεινε μόνο να την περιμένει, αλλά την αναζήτησε και στο σπίτι της. Για καλή του τύχη πέτυχε την Νεφέλη στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Της εξήγησε, με την πάντα διακριτική του ευγένεια πως είχαν πολλές μέρες να συναντηθούν, την περιμένει κάθε απόγευμα, αλλά ποτέ δεν έρχεται και πως εξαφανίστηκε χωρίς να του δώσει την παραμικρή εξήγηση. Ήταν δικαίωμά της να απομακρυνθεί και ποτέ δεν θα της το στερούσε. Αλλά του χρωστούσε έστω μια εξήγηση.
Η απάντηση της Νεφέλης ήταν σύντομη και δεν επέτρεπε παραπανίσιες επεξηγήσεις: «Δεν θέλει να σε ξαναδεί. Ξέχασέ την. Σταμάτα να την περιμένεις και μην ξανάρθεις εδώ. Για το καλό σου».
Και με γρήγορες κινήσεις, έκλεισε πίσω της την πόρτα, δείχνοντάς του ξεκάθαρα την άρνησή της να του δώσει περισσότερες πληροφορίες για την κόρη της.
Το μήνυμα επομένως για τον Αλέξανδρο ήταν ξεκάθαρο. Κάπως περίεργα και σαφέστατα απότομα θέλησε η Αφροδίτη να απομακρυνθεί από εκείνον.
Απογοήτευση και επιβεβαίωση πως όλοι κάποτε, με κάποιον τρόπο σε προδίδουν. Ακόμη κι εκείνοι για τους οποίους θα έδινες και την ζωή σου.
Εσύ και πάλι να την δώσεις. Δεν πειράζει. Κάποτε θα σου επιστραφεί…