Το κοπανέλι Από την Κατερίνα Μουρίκη

8 Φεβρουαρίου 2020

Έχει κι ο Πανάγαθος τις κακές του. Κι όταν τον πιάσουν ξεσπά πάνω στα κεφάλια  δίκαιων και αδίκων. Όσο για τα κεφάλια των τελευταίων, τέτοια που είναι καλά να πάθουν. Αλλά το να ρίχνει τους μύδρους του πάνω στα αρνιά –αντί στους λύκους-  του ποιμνίου του είναι σίγουρα παρεξηγήσιμο. Ευτυχώς που οι πιστοί βαφτίζουν τις ουρανοκατέβατες κατραπακιές «θεία δοκιμασία» και τις βιώνουν με ιώβεια υπομονή, προσβλέποντας ασφαλώς στην κληρονομιά της Επουράνιας Βασιλείας. Διαφορετικά ο «Βασιλεύς των Ουρανών» θα είχε κηρυχθεί «τέως» στις καρδιές τους. Εκ του ασφαλούς λοιπόν ο Μεγαλοδύναμος ραίνει και δέρνει δίκαιους και άδικους ανάλογα με τα κέφια του. Κάποιες φορές όπως τα περισσότερα όντα –τι κι αν είναι Υπέρτατο; – μετανιώνει και τους αποζημιώνει  ενώ  οι ίδιοι εισπράττουν  τη θεϊκή παροχή ως επιβράβευση για την πίστη και εγκαρτέρηση που επέδειξαν στις άνωθεν δοκιμασίες.

Η Βαγγελιώ αφού κυοφορήθηκε εννιά κατοχικούς μήνες, κι ορφάνεψε από πατέρα λίγο πριν γεννηθεί, υπακούοντας στις αρχέγονες και ακατάλυτες φωνές της φύσης, πήρε την άγουσα στης ζωής την πύλη, που ανοιγόταν στο σημείο σύγκλισης των άσπρων και αφράτων γλουτών  της κυρά Μαρίας. Λες και βιαζόταν να σταθεί στα πόδια της μια ώρα αρχύτερα  πρόβαλε πρώτα την αριστερή της πατούσα ενώ η  δύστυχη επίτοκος μούγκριζε σαν αγελάδα κι η γριά μαμή σταυροκοπιότανε έκπληκτη και περιδεής. Οι φωνές και οι επικλήσεις της επιτόκου όλο και δυνάμωναν ώσπου η μαμή κατάφερε μια καίρια ψαλιδιά στην τροφαντή σάρκα που  άνοιξε σαν άλικο τριαντάφυλλο δίνοντας αρκετό τράτο για να  ζευγαρώσουν οι ροδαλές πατούσες.  Η πείρα κι η διαίσθηση, αξεπέραστοι δάσκαλοι και  σύμβουλοί της,  την είχαν διδάξει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις το μεγαλύτερο  κακό παραμονεύει κατά την έξοδο των χεριών καθότι, αν μείνουν  ανοιχτά, το νεογνό κινδυνεύει από άγριο ξεμασχάλιασμα, τουτέστιν μόνιμη κουλαμάρα.

Γυναίκα κουλή ίσον άχρηστη νοικοκυρά και συνακόλουθα γεροντοκόρη, αφού κάθε  επίδοξη νύφη της εποχής έπρεπε να είναι τουλάχιστον «χρυσοχέρα». Τούτη η κακοτυχιά «από χέρι» ήταν καταστροφικότερη από κάθε άλλη αναπηρία αφού για τις κουτσές, φερ’ ειπείν,  είναι γνωστό τοις πάσι  ότι ο κλυδωνισμός της πυγής τους αναβαθμίζει τις όρθιες συνευρέσεις από βιαστικές «δουλειές του ποδαριού» σε στιγμές υπέρτατης απόλαυσης. Ακόμα και οι μονόφθαλμες  είχαν καλύτερη μοίρα από τις αρτιμελείς αλλά παστρικές, αφού όπως λέει ο λαός «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα».

Advertisements
Ad 14

Όλα τα παραπάνω τα είχε υπόψη της η μαμή του χωριού γιαυτό και έσπευσε να φτιάξει με τα ίδια της τα χέρια την τύχη του μωρού. Αφού απόσωσε τα σταυροκοπήματά της, βύθισε τα δάχτυλά της στον ζέοντα κόλπο, έπιασε τα χεράκια του νεογνού και του τα κράτησε κολλημένα στα πλευρά σε στάση προσοχής.  Κι ενώ η προσοχή της ήταν προσηλωμένη στα άνω άκρα του μωρού, τα δικά της έκαναν το μοιραίο λάθος να σφίξουν και να τραβήξουν προς τα έξω κομματάκι παραπάνω την ραχοκοκαλιά του. Τελικά η Βαγγελιώ εξήλθε του κόλπου ημιθανής αλλά απολύτως ευθυτενής. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της, αφού έκτοτε το κορμί της επέμενε να μένει κυφό και άκαμπτο δοθέντος ότι η αναπηρία της είχε υπογραφεί οριστικά και αμετάκλητα δια χειρός μαμής. Η παλιά πολυθρόνα του σαλονιού θα μετακόμιζε πλάι στο παράθυρο για να γίνει ο θρόνος της Βαγγελιώς που θα σηκωνόταν από εκεί μονάχα για να περπατήσει τοίχο-τοίχο ίσαμε το νεροχύτη ή το αποχωρητήριο και αργά το βράδυ να ξαναγυρίσει στο κρεβάτι της.

Κάπως έτσι έκανε το ντεμπούτο της στη ζωή η άτυχη κορασίδα. Όμως ο Πάνσοφος έστερξε να την προικίσει με γερό μυαλό και χέρια χρυσά, δίνοντας κυριολεκτικά σάρκα και οστά στην παροιμία  «μυαλό ξουράφι και χέρια χρυσάφι». «Εξ απαλών ονύχων» το «ξουράφι» της Βαγγελιώς έκοψε κίνηση κι είδε πως για να μην γίνει «άχθος αρούρης», έπρεπε να κουνήσει τα χέρια της. Άδραξε αποφασιστικά το νήμα της ζωής της αλλά και όποιο άλλο νήμα έβρισκε μπροστά της κι άρχισε πόντο-πόντο να πλέκει την τύχη της. Καταπιάστηκε με το κέντημα και το πλέξιμο και πριν μπει στην εφηβεία είχε γίνει σαΐνι σε όλων των ειδών τα εργόχειρα.  Καθώς της άρεσαν τα δύσκολα κι ασυνήθιστα κεντήδια, σπάνια χρησιμοποιούσε απλό βελονάκι σαν τις περισσότερες συντοπίτισσές της. Προτιμούσε να πλέκει δαντέλες με σαΐτα ή ραπτοβελόνα μέχρι που γνώρισε το κοπανέλι κι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σ’ εκείνο.

Διαβάστε επίσης  Για όλους αυτούς που μας φτιάχνουν την ημέρα. Από την Κωνσταντίνα - Παρασκεύη Δουβόγιαννη

Την τέχνη την έμαθε  από δυο καλόγριες από το μοναστήρι των Κορακιών στο Ακρωτήρι. Πριν λίγες μέρες είχε συμπληρώσει τα δεκατέσσερα κι η μάνα της τις είχε φωνάξει επιταυτού,  με αντάλλαγμα μια νταμιτζάνα παρθένο ελαιόλαδο για το καντήλι του Αγίου Προδρόμου, μεγάλη η χάρη του.  Με το που του έριξε την πρώτη ματιά πάνω σ’ εκείνο το αλλόκοτο εργαλείο, ένιωσε ότι οι δυο τους είχαν κάτι κοινό που τους ένωνε. Αμήχανη έσυρε τα χέρια της πάνω στο μαζεμένο σαν κατσούνι κορμί της, για να  συμμορφώσει τη σακουλιασμένη ρόμπα της. Κορμί κοντό κι ατσούμπαλο με έναν οξυγώνιο ήβο στο μέρος της αριστερής ωμοπλάτης και στέρνο προτεταμένο σαν καρίνα πλοίου. Η λεκάνη εξαρθρωμένη και τα πόδια μακριά αλλά αδύναμα για να εκτελέσουν το καθήκον τους.   Άπλωσε τα χέρια της και ζήτησε από την καλόγρια να της βάλει  κοντά της το κοπανέλι. Το περιεργάστηκε μερικά δευτερόλεπτα. Ένα εργαλείο σχεδόν ξεχασμένο και τόσο διαφορετικό από τα άλλα όσο και η ίδια από τις υπόλοιπες γυναίκες. Σήκωσε το κεφάλι λοξά και κοιτάζοντας κατάματα τις καλόγριες ζήτησε αποφασιστικά να της μάθουν την τέχνη.

Το σώμα του κοπανελιού ήταν ένας κάτασπρος πάνινος κύλινδρος σε μέγεθος μαξιλαριού παραγεμισμένος σφιχτά με πριονίδια έτσι ώστε να μοιάζει με τύμπανο. Η παραδοσιακή ορολογία τον είχε βαφτίσει «κουσούνι» –τι σύμπτωση!- κι έπαιζε ρόλο κυρτού τελάρου αφού πάνω στην καμπούρα του υφαινόταν η περίτεχνη ομώνυμη  δαντέλα. Το μοτίβο της, ζωγραφισμένο σε χαρτί  καρφιτσωνόταν πάνω στο πανί του τυμπάνου κι ήταν ένα είδος μπούσουλα για την υφάντρα. Οι κλωστές ήταν τυλιγμένες σε δεκατέσσερα ξύλινα μασούρια –όσα ήταν  τότε  και τα χρόνια της Βαγγελιώς – που περνούσαν δυο-δυο από το ένα χέρι της πλέχτριας στο άλλο, λες κι έπλεκε κοτσίδες.  Κι όσο η πλέχτρια ύφαινε τόσο τα ξυλαράκια, που τα ’λεγαν κοπανέλια,  κροτάλιζαν μέσα στις χούφτες της κι ο ρυθμός τους μαρτυρούσε την προκοπή και την αξιοσύνη  της ανεβάζοντας τις μετοχές της στο χρηματιστήριο του Υμέναιου.  Μόνο που ειδικά για τη Βαγγελιώ, μολονότι ο γιούκος με τα σπάνια κεντήδια της προίκας της ήταν ψηλός σαν οβελίσκος,  τούτο το χρηματιστήριο θα έμενε κλειστό για πάντα.

Ώρες ατέλειωτες καθόταν, σα στοργική μάνα,  σκυφτή πάνω από το κουσούνι της κι έφτιαχνε αραχνοΰφαντες μπιμπίλες, ατραντέδες και μοτίφια που στόλιζαν τις πλουσιότερες προίκες του Ηρακλείου. Τα χέρια πετάριζαν σαν ανοιξιάτικες πεταλούδες πάνω από ολόλευκο άνθος συστρέφοντας και συνταιριάζοντας τα νήματα με τέτοια μαεστρία που τη ζήλευαν κι οι  καλόγριες-δασκάλες που έρχονταν συχνά-πυκνά φέρνοντας νέα σχέδια κι ανατροφοδοτώντας- παρεμπιπτόντως-  και το καντηλάκι του Αγίου με νέα νταμιτζάνα παρθένου ελαίου.

Τα κοπανέλια χτυπούσαν ακατάπαυτα μετρώντας το χρόνο που γλίστραγε πάνω από το κουσούνι κι από τις πλάτες των ανθρώπων. Το άσπρο πανί κιτρίνισε, οι πλάτες άρχισαν να γέρνουν εκτός από της Βαγγελιώς που ήταν από την αρχή τόσο σκυφτή που δεν έπαιρνε άλλη κλίση. Η κυρά Μαρία αποδήμησε οριστικά εις τας αιωνίους μονάς ενώ στη Μονή των Κορακιών οι δύο μοναχές  κούρνιαζαν στα κελιά τους έμπλεες μακαριότητας με το πνεύμα εστραμμένο προς την Ανατολή και το σώμα προς τη Δύση.  Τώρα στο πόδι τους έτρεχαν κάποιες νεαρές δόκιμες. Έφταναν μέχρι το κατώφλι της σιτευμένης πια Βαγγελιώς  για να της μεταφέρουν την ευλογία του Τίμιου Προδρόμου και να εισπράξουν την καθιερωμένη ποσότητα ελαίου με την ανάλογη προσαύξηση λόγω των συχνών δεήσεων υπέρ αναπαύσεως της μεταστάσης μητρός. Μαζί με το βάλσαμο της παρηγορίας της μετέφεραν και την είδηση ότι η μονή δέχεται δόκιμες που εξασκούν την τέχνη τους και πουλάνε την πραμάτεια τους στους ευλαβείς πιστούς, αποδίνοντας την ανάλογη προμήθεια στο ταμείο της Μονής.

Διαβάστε επίσης  Ταυτότητα. Από τη Νικολέτα Γεωργάκη

Μα η Βαγγελιώ δεν σκόπευε να γίνει καλόγρια. Προτιμούσε να βλέπει τον κόσμο να μπαινοβγαίνει σπίτι της, να δείχνει το γιούκο με τα προσωπικά της κεντήματα και να εισπράττει αμέτρητους επαίνους κι άλλες τόσες παραγγελίες από τον κόσμο. Τούτη η κοινωνικότητα, έστω κι αν στο βάθος ήταν ένα απλό αλισβερίσι, της έδινε την ικανοποίηση της αναγνώρισης της αξίας της. Έβλεπε ότι στα μάτια των πελατών της ήταν μια ταλαντούχα πλέχτρια και ικανή επιχειρηματίας κι αυτή  η αίσθηση της αποδοχής και εκτίμησης γιάτρευε  το  συναίσθημα μειονεξίας που τη βασάνιζε όσο ήτανε παιδί. Όσο για τη βοήθεια που χρειαζόταν λόγω της κατάστασης της, της την προσφέρανε αποτελεσματικά, δύο νεότερες ξαδέλφες της που είχαν αναλάβει να τη φροντίζουν, με το αζημίωτο φυσικά.

Σεμνές, άξιες και μεστωμένες γυναίκες, μπαινοβγαίνανε με το θάρρος του συγγενή μέσα στο σπιτικό της. Μαγειρεύανε, πλένανε και καθαρίζανε κι η Βαγγελιώ κοπάναγε απερίσπαστη τα κοπανέλια της πάνω στο κουσούνι. Το εργόχειρο ολοένα αυγάτιζε κι εκείνη δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του παρά μόνο για  να ρίξει μια γρήγορη ματιά έξω  από το παράθυρο ή να   διασταυρώσει το βλέμμα της με εκείνο της Βρεφοκρατούσας  στον απέναντι τοίχο και να πάρει δυνάμεις. Πάνω από εβδομήντα χρόνια η Παναγιά αναπτέρωνε το ηθικό και τις αντοχές της  αλλά κι εκείνη όχι μονάχα κατέθετε μπροστά στο καντηλάκι της τα εύσημα της λατρείας της αλλά και της αποκάλυπτε όλα τα μυστικά της τέχνης της. Η Βαγγελιώ μέσα στην άμετρη πίστη και ευλάβειά της, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το πώς στην ευχή προλάβαινε να παραδίδει τόσες παραγγελιές στην ώρα τους, έκανε την αφελή για τους απίστους σκέψη ότι η Μεγαλόχαρη εκτός από την χάρη της, της έδινε κι ένα χεράκι στο πλεχτό, τις ώρες που η έρμη καταλάγιαζε στο στρώμα της αποσταμένη. Μα δεν το ’χε πει σε κανέναν. Το κράτησε εφτασφράγιστο μυστικό μέσα στην ψυχή της και περιορίστηκε σε εκείνα τα εύγλωττα βλέμματα που εξέπεμπαν τα πιο θερμά δοξαστικά.

Ήρθε όμως η στιγμή που κι οι  ξαδέλφες  άρχισαν να καρφώνουν και τα δικά τους  βλέμματά. Βέβαια, ως σεμνές και χαμηλοβλεπούσες, δε σήκωναν κεφάλι κατά το εικονοστάσι. Μα ούτε και στο κουσούνι έριχναν επίμονες ματιές μη θαρρέψει η Βαγγελιώ  πως επιβουλεύονταν την τέχνη της. Εκείνες κοζάριζαν με βουλιμία  τον οβελίσκο με τα κεντίδια. Τέτοιο τεφαρίκι ήταν αμαρτία να μένει για δεκαετίες σε μια γωνιά, χωρίς το κοσμικό θυμίαμα της  νικοτίνης ή  το ερεθιστικό νότισμα του αντρικού ιδρώτα, τουλάχιστον. Στα σπιτικά τους όλο και κάποια μυρωδιά θα αξιωνόταν να χαρεί. Δεν τους είχαν πάρει δα τα χρόνια ολότελα και στο κάτω-κάτω εκείνες ήταν συσταζούμενες και  θεόγερες.

Ως μάγμα αναβράζον κυλούσαν τούτες οι σκέψεις μέσα στους δαιδάλους του μυαλού τους παρασέρνοντας κάθε ηθικό φραγμό. Ενώ συνέχιζαν να μαγειρεύουν τώρα έριχναν ιδιαίτερο βάρος στη  διαδικασία του «ξαφρίσματος». Αλλά και το πλύσιμο ή το καθάρισμα άρχιζαν να το προσεγγίζουν από διαφορετική οπτική γωνία και μάλιστα από εκείνη που έστεκε ντούρος -σα γαμπρός έξω από την εκκλησία- ο γιούκος  ο μεγαλοπρεπής. Τις επίβουλες τούτες βλέψεις των συγγενισσών ήρθε να τις αναζωπυρώσει  η επίσκεψη των Κορακιών, όπως αποκαλούσαν τις δόλιες καλόγριες οι δολερές συγγένισσες.  Ο φόβος μήπως η Βαγγελιώ ενόψει των γηρατειών, με τα συνεπακόλουθα αρθριτικά και ουρικά οξέα, αναθεωρήσει τις απόψεις της και ζητήσει αποκούμπι στη Μονή,  ακουμπώντας ταυτόχρονα και το αποθησαύρισμα των κόπων της, τις έκαναν να οργανώσουν μία «γενική καθαριότητα»  με τρόπο που  όχι μόνο δεν θα αμαύρωνε το όνομά τους στο χωριό, αλλά θα τις έβγαζε και ασπροπρόσωπες.  Το σχέδιο βέβαια δεν ήταν εύκολο αλλά όλα μπορούν να γίνουν με τη βοήθεια του Θεού. Καμιά φορά και του διαβόλου.

Διαβάστε επίσης  Στο ίδιο θρίλερ θεατές; Από την Φωτεινή Καλλιώρα

Τελικά οι ξαδέλφες αποδείχθηκαν διορατικές, αν όχι προορατικές. Η Βαγγελιώ, που παρά την ανημπόρια της είχε καβατζάρει αισίως τα εβδομήντα πέντε,  μετά από ώριμη σκέψη αποφάσισε ότι έπρεπε να αφιερωθεί οριστικά στον Κύριο. Θα πήγαινε λοιπόν ως δόκιμη  στο μοναστήρι και ίσως η χάρη Του την αξίωνε, κάποτε να χειροτονηθεί νύμφη Του. Προηγουμένως θα πήγαινε από το Νοσοκομείο να κάνει γενικές εξετάσεις και να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα φάρμακα για την ηλικία και την κατάστασή της.  Περίμενε νηφάλια τις ξαδέλφες να τους το ανακοινώσει με τρόπο ξέροντας  ότι ένα τέτοιο νέο θα  τους έφερνε μεγάλη αναστάτωση.

Οι προβλέψεις της αποδείχτηκαν απολύτως σωστές αφού και οι δύο γυναίκες με κόπο έκρυβαν τη συγκίνησή τους.  Το γεγονός που περίμεναν με τόση αδημονία βρισκόταν κιόλας ante portas.  Άντε, κι ο Θεός βοηθός, είπαν μέσα τους με βαθύτατη αναίδεια και φίλησαν το χέρι της ξαδέλφης. Την άλλη στιγμή κιόλας καταπιάστηκαν να εκτελέσουν τις οδηγίες της Βαγγελιώς. Τύλιξαν το γιούκο σε ένα από τα άσπρα υφαντά κλινοσκεπάσματα  της Βαγγελιώς –είχε μία δωδεκάδα στην προίκα της- και τον έστησαν πίσω από την πόρτα για να είναι έτοιμος να τον πάρει στο Μοναστήρι. Το κοπανέλι  το σκέπασαν απλά με μια λευκή πετσέτα. Θα το κρατούσε η Βαγγελιώ στην ποδιά της, σα παιδί. Την επόμενη εβδομάδα θα έρχονταν από τα χαράματα οι δύο δόκιμες με έναν οδηγό ενός σαράβαλου αγροτικού για να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Οι χρυσοδάχτυλες ξαδέλφες θα έμεναν να καθαρίσουν και να βάψουν το σπίτι, εισπράττοντας παράλληλα τους επαίνους και τα εγκώμια των συγχωριανών. Όλα έγιναν κατά γράμμα.

Οι εξετάσεις τέλειωσαν σε δύο μέρες κι ήταν μωρού παιδιού, όπως της είπε ο γιατρός. Γύρισε στο σπίτι της και έμεινε με το στόμα ανοιχτό με την πάστρα και το βάψιμο που είχαν κάνει οι ξαδέλφες. Κι εκείνες με μεγάλη χαρά την προϋπάντησαν   και με μεγαλύτερη φόρτωσαν το γιούκο και τα λιγοστά της πράγματα στην καρότσα. Τη βοήθησαν να ανέβει στη θέση του συνοδηγού και της έδωσαν το κοπανέλι να το κρατάει σαν παιδί, όπως ήθελε. Κι αφού όλα τακτοποιήθηκαν όπως ήθελαν όλοι και καθένας χωριστά, άφησαν να κυλήσει ένα δάκρυ υποκρισίας -αποτέλεσμα αλλεπάλληλων προπονήσεων σε κηδείες και μνημόσυνα- και τη φίλησαν σταυρωτά πιο θερμά κι από τον πρώτο διδάξαντα, Ιούδα. Οι δόκιμες σάλταραν στην καρότσα μαζί με τον γιούκο που είχε οριζοντιωθεί και απολάμβανε  την  παράσταση των θηλυκών Ταρτούφων.

Κάθε ηλικιωμένη γυναίκα στην κατάσταση της Βαγγελιώς θα είχε κουραστεί σε  τούτο το ταξίδι μέσα σε ένα όχημα ερείπιο και με ένα μαραφέτι τουλάχιστον τριών κιλών στα γόνατά της. Όμως η Βαγγελιώ ένιωθε ανάλαφρη και ανανεωμένη κι ας είχε πιαστεί πάνω στο σκληρό και άβολο κάθισμα. Πριν λίγο είχε αντιληφθεί ότι ο γιούκος που φόρτωσαν στην καρότσα οι προκομμένες ήταν άλλος από εκείνον που είχε αφήσει πίσω από την πόρτα της πριν φύγει για το νοσοκομείο, μα δεν είπε λέξη. Δεν είχε νιώσει άλλωστε την παραμικρή έκπληξη με το συμβάν, αφού το «ξουράφι» της για μια ακόμα φορά είχε κόψει εξαρχής την ύποπτη αδιαφορία τους για τη σπάνια συλλογή των κεντημάτων της.

Έτσι πριν φύγουν για το νοσοκομείο είχε φροντίσει με τη βοήθεια των κοριτσιών να φτιάξει έναν δεύτερο με ποτηρόπανα και παλιές μαξιλαροθήκες, πανομοιότυπο όμως με τον γνήσιο που φρόντισε  να τον φυγαδεύσει  με τον οδηγό στο μοναστήρι. Οι ξαδέλφες έφτιαξαν με τη σειρά τους άλλον έναν και τον άλλαξαν με τον γιούκο-μαϊμού που έστεκε πίσω από την πόρτα νομίζοντας ότι έκαναν την τύχη τους. «Τρεις γιούκοι τρεις γυναίκες. Τρεις κι ο γιούκος σα να λέμε. Μόνο που «Στους τρεις ο ένας κερδίζει» », σκέφτηκε η Βαγγελιώ και δάγκωσε τ’ αχείλι της για να μην ξεσπάσει σε γέλια.

Η στήλη #egrapsa φιλοξενεί κείμενα όσων νιώθουν την ανάγκη να επικοινωνήσουν τις σκέψεις, τις απόψεις και τα συναισθήματά τους μέσω του γραπτού λόγου. Οι αναγνώστες μας σχολιάζουν την επικαιρότητα, διατυπώνουν τους προβληματισμούς τους και εκφράζουν τη δημιουργικότητα τους μέσα από μικρές ιστορίες.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Αίγυπτος

Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Αίγυπτο

Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Αίγυπτο ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Για
bikini

Coquette bikini: Tο απόλυτο καλοκαιρινό item

Έχεις αρχίσει ήδη να ψάχνεις τα look σου για το