“Ευχαριστώ Θεέ μου”…. Έφυγε από το σπίτι όπως κάθε πρωί για να προλάβει το τραίνο. Μπήκε μέσα και κάθισε δίπλα σε μία ηλικιωμένη κυρία με μαύρα ρούχα. Στην αρχή δεν την γνώρισε. Την παρατήρησε καλύτερα. Ήταν η θεία του. Μα πως άλλαξε έτσι, αναρωτήθηκε. Χάρηκε προς στιγμήν αλλά μετά θυμήθηκε ότι η θεία του απεβίωσε τον προηγούμενο χρόνο. Την κοίταξε πάλι και την ρώτησε αν έχει πεθάνει. Η απάντηση ήταν καταφατική. Θέλησε να την αγγίξει αλλά δεν το έκανε. Δεν είχε φοβηθεί. Η θεία έβγαλε από την τσάντα της ένα άσπρο μαντήλι με το σήμα του σταυρού επάνω του και το κράτησε στο στέρνο της. Τον κοίταξε και τον ρώτησε για την καθημερινότητα του. Δεν πρόλαβε να της απαντήσει. Είχε εξαφανιστεί.
Σκέφτεται ότι η ζωή είναι παράξενη και αλλόκοτη.
Παρατηρεί λίγο τους γύρω του. Λίγα μέτρα πιο πέρα κάθονται οκλαδόν δύο άντρες. Έχουν ζάρια στα χέρια τους και θέλουν να ανταλλάξουν την πραμάτεια τους. Ο ένας έχει ένα αντρικό κοστούμι, τρία γυναικεία φορέματα και έναν ασύρματο. Ο άλλος έχει ένα ζωντανό κοτόπουλο, τρεις ντομάτες και μία χειροβομβίδα.
Λίγο μακρύτερα από αυτούς στέκεται όρθιος ένας κύριος με ένα χέρι. Στο άλλο χέρι κρατάει παρτιτούρες. Δε νιώθει οίκτο γι’ αυτόν γιατί ξέρει ότι κάποτε υπήρξε μεγάλος πιανίστας. Ακούει την ιστορία του και καταλαβαίνει το πάθος του για τη μουσική, την πίστη του να συνεχίσει να δίνει, μα πιο πολύ εστιάζει στη ματιά του που είναι όλο λάμψη. Τον ρωτάει αν είναι ζωντανός και αυτός του γνέφει αρνητικά.
Στα αριστερά το μια μαθήτρια με μπλε σχολική ποδιά διαβάζει το βιβλίο «Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη» της Αγκάθα Κρίστι, κρατάει σημειώσεις σε ένα μικρό μπλοκάκι και έχει αφήσει σε κοινή θέα ένα σαρανταπεντάρι όπλο. Του χαμογελάει όταν καταλαβαίνει το βλέμμα του πάνω της. Του λέει ότι βοήθησε την αστυνομία να βρουν το δολοφόνο.
Στα δεξιά του ένας καλοντυμένος κύριος με καπέλο. Κοιτάζει το ρολόι του. Δείχνει όμως θυμωμένος. Ένας άλλος κύριος που κάθεται δίπλα του, τον ρώτησε αν υπάρχει Θεός. Του απάντησε να σκεφτεί αν η συμπεριφορά του θα αλλάξει ανάλογα με την απάντηση που θα λάβει. Τον προειδοποίησε ότι αν δεν αλλάξει, τότε μόνο μπορεί να τον βοηθήσει, λέγοντας πως ο ίδιος αποφάσισε ότι του χρειάζεται ένας Θεός.
«Ο θυμωμένος φιλόσοφος», σκέφτηκε αυτός.
Αναρωτιέται τι δουλειά μπορεί να έχει με όλους αυτούς τους επιβάτες.
Το τραίνο πάει όλο και πιο γρήγορα. Δεν υπάρχουν άλλα βαγόνια.
Αυτός δε νιώθει κανένα φόβο. Αντιθέτως, φαίνεται να το απολαμβάνει σα να το περίμενε.
Μόνο που τώρα τα βλέπει όλα πράσινα. Είναι σαν να είναι όλοι τους μέσα σε μία τεράστια πράσινη φυσαλίδα. Δεν του αρέσει αυτό που κάνουν τα μάτια του. Όλοι τους είναι πράσινοι και ο καθένας στις πράσινες σκέψεις του.
Στις δικές του σκέψεις, η δουλειά στο μαγαζί του πατέρα του με τα είδη ένδυσης για τον άντρα και τη γυναίκα δεν του άρεσε καθόλου. Το όνειρο του ήταν να καταταγεί μόνιμα στο στρατό και ακόμη καλύτερα να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης πολεμώντας και ρίχνοντας χειροβομβίδες στον εχθρό. Δεν θα τον πείραζε βέβαια να είναι και ασυρματιστής. Θα ήθελε όταν πάρει σύνταξη να ζήσει στην εξοχή, να καλλιεργεί ντομάτες και να εκτρέφει κοτόπουλα. Μεγάλες του αγάπες, η κλασσική μουσική και το πιάνο. Δεν κατόρθωσε όμως ποτέ να μάθει να παίζει πιάνο γιατί οι γονείς του δεν είχαν τα χρήματα να τον στείλουν στο ωδείο. Είχε όμως πολλούς δίσκους με κλασσική μουσική. Άλλες του μεγάλες αδυναμίες, η ανάγνωση αστυνομικών ιστοριών και η φιλοσοφία του Κάντ. Η θεία του, αδελφή της μητέρας του, ήταν πάντα πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν. Του έλεγε να βάζει όλη του την καρδιά σε ότι κάνει στη ζωή του. «Εκεί κρύβεται η ευτυχία», του έλεγε χαμογελώντας.
Πόσο του έλειπε η θεία του.
Κλείνει τα μάτια. Νιώθει κάτι υγρό να κυλάει στο μάγουλο του. Με την ανάστροφη του χεριού του το σκουπίζει. Mέσα στο κεφάλι του ακούει μια φωνή, όχι πολύ καθαρά, αλλά κάτι του θυμίζει αυτή η χροιά της φωνής.
Του είναι γνώριμη. Είναι η μητέρα του που φωνάζει το όνομα του και την ίδια στιγμή καταλαβαίνει ότι κλαίει. «Γιατί κλαίει;», αναρωτιέται.
Κάτι κακό θα έχει συμβεί.
Ανοίγει τα μάτια. Το έντονο φως της λάμπας τον ενοχλεί. Η μητέρα του είναι σκυμμένη πάνω του. Προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται. Παρατηρεί ορούς να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του. Θέλει να φωνάξει αλλά κάτι τον εμποδίζει. Αναρωτιέται τι είναι όλα αυτά τα σωληνάκια πάνω του. Φωνή δεν βγαίνει. Η μητέρα του σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτάζει έκπληκτη. Αυτός θέλει να της φωνάξει.
Η μητέρα χαμογελά σηκώνει τα χέρια και τα μάτια προς το ταβάνι και λέει:
“Σ’ ευχαριστώ θεέ μου. Το παιδί μου είναι ζωντανό.”
Ευχαριστώ Θεέ μου
Ευχαριστώ Θεέ μου