Συννεφιασμένη Κυριακή του 1980. Οι στάλες της βροχής χτυπούσαν γοερά και παραπονεμένα στο παραθύρι και εγώ ταξίδευα στο παρελθόν. Εκείνο το στενάχωρο παρελθόν, όπου η ελευθερία και η ειρήνη είχε χάσει την ταυτότητα της και στη θέση της είχε ξεπροβάλλει η αγριότητα του πολέμου ως η μοναδική επιτακτική ανάγκη. Μιλάω για την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922.Μιλάω για τη γενοκτονία. Μιλάω για μια ζωώδες κτηνωδία. Κι αν οι λέξεις καμιά φορά δεν αποδίδουν την πραγματικότητα και εικόνες κάνουν κρότο και χαράζουν τομές ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου. Έτος 1922, ετών 8. Ωραίος παραλληλισμός. Στα χνάρια ενός αιματηρού πολέμου. Άσχημες θύμησες … Μουσουλμάνοι μπαίνουν μέσα στα σπίτια μας, παίρνουν τα χρυσαφικά της γιαγιάς, καταπατούν τις εικόνες της Παναγίας και του Χριστού. Ήμασταν τυχεροί! Δεν είχαν ξεσπάσει ακόμα το μένος που τους κυρίευε. Ούτε τη μαμά μου τη Μαρία την είχε πάρει ο Σουλτάνος. Μονάχα τον πατέρα μου, μου πήρανε. Ένα βράδυ που ήμασταν μαζεμένοι στο τζάκι και ψιθυρίζαμε από φόβο μήπως μας ακούσουν και μας συλλάβουν χτύπησε η πόρτα. Ήταν χαρακτηριστικός ήχος μονότονος και δυνατός -Τον κύριο τάδε φωνάξτε. Ο πατέρας μου πετάχτηκε όρθιος. Αμέσως τα κτήνη τον έπιασαν σφιχτά και τον οδήγησαν στην πόρτα. Κάτι του ψιθύρισαν στο αυτί αλλά δεν μπόρεσα ν’ακούσω. – θα φύγω στην Ελλάδα, βρήκα δουλειά, μας είπε. Έκτοτε δεν τον ξανάκουσα μήτε και τον ξαναείδα. Μόνο τα τελευταία του λόγια θυμάμαι σαν χτες. – Μελίτσα, να προσέχεις τη μαμά και τους παππούδες. – Εσύ είσαι το φως, εσύ και η ελπίδα μου. – Να προσεύχεσαι Μέλη και να ξέρεις πως σύντομα θα ανταμώσουμε και πάλι… Εις το επανιδείν. Αυτά θυμάμαι από εκείνη τη μέρα. Η προσευχή του θα με συνόδευε για όλη μου τη ζωή. <<Υπεραγίε Θεότοκε σώσον ημάς>>. Μετά τον συνέλαβαν και δέκα μέρες μετά μας ζήτησαν να φύγουμε. Εμείς ήμασταν <<πιόνια>> και εκτελούσαμε εντολές. Όλα μας τα πήραν, τα ρούχα, τα σεντόνια, την προίκα της μαμάς μου, τα υφαντά με τη χρυσή κλωστή, τα χρυσαφικά της γιαγιάς μου Σοφίας. Θυμάμαι τη γιαγιά που έβαζε κρυφά στην κοιλιά της την εικόνα της Παναγίας και μάζευε λίγο χώμα μέσα στο μαντήλι, για να στεριώσουμε στη <<νέα>> πατρίδα. Τα δάκρυα της πότιζαν το χώμα, αργά και βασανιστικά. Μας έδιωξαν όλους, τη μαμά, τη γιαγιά Σοφία, τον παππού Αλέκο, εμένα· και φύγαμε πίσω, στα πάτρια εδάφη, ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη. Μέρες ολόκληρες περπατούσαμε νηστικοί μέσα στο κρύο. Αυτή η πείνα μας θέριζε. Ήταν ότι χειρότερο μπορούσα να νιώσω. Μόλις η γιαγιά καταλάβαινε πως πονούσε η κοιλιά μου, άρχισε να διηγείται με τόση ζωντάνια και γλαφυρότητα τα ωραιότερα παραμύθια. Για λίγες ώρες ξεχνούσα την πείνα μου και κάπως με ξεχνούσε κι αυτή. Δίπλα μας υπήρχε φτώχεια, αρρώστια και γύρω μας πτώματα, άλλοτε γυναικών και άλλοτε παιδιών. Φαίνεται πως ο άμαχος πληθυσμός ήταν αυτός που ήταν πιο ευάλωτος και αδύναμος. Μεγάλο θανατικό έφερε η ποντιακή γενοκτονία, και λέω γενοκτονία γιατί ήταν άγρια δολοφονία εν ψυχρώ, με μένος, με τρέλα. Θυμάμαι πόσο βίαια έσπρωχναν τους χριστιανούς και τους έσκιζαν τους σταυρούς που φορούσαν στο λαιμό με αποτέλεσμα να ματώνουν και να πληγώνονται. Και τότε συνήθιζε να λέει η γιαγιά. -Ο Χριστός μωρέ δεν είναι μόνο πάνω στο σταυρό, είναι μέσα στην καρδιά μας, μέσα στη ψυχή μας , κι άμα μπορείς παλιοτουρκαλά έλα να τον βγάλεις! Εκείνες τις στιγμές ένιωθα την παρουσία αγγέλων να ανοίγουν τα χέρια τους και να καλωσορίζουν τις βασανισμένες ψυχές. Εμείς αντέχαμε ακόμα. Ο παππούς Αλέκος όμως είχε αρχίσει να κουράζεται και να παραδίνεται. Ένα πρωί τον άκουσα να βήχει τόσο δυνατά που το μαντήλι που κρατούσε είχε γίνει κατακόκκινο. Άκουσα τότε τη μαμά να λέει – Μάνα, πρέπει να βρούμε νοσοκομείο, ο μπαμπάς πεθαίνει. Το επόμενο πρωί μας βρήκε στην Ελλάδα. Χαμαί κοιμόμασταν στα λιγοστά στρωσίδια που μας πρόσφερε η κυβέρνηση. Δεν ήξερα ακριβώς τι είναι η κυβέρνηση. Η μαμά συνήθιζε να μιλά γι’ αυτήν με δέος και σεβασμό, ποιος ξέρει; Ίσως ήλπιζε πως θα ήταν η σωτηρία μας. Εκείνες τις μέρες μας επισκέφτηκαν τρεις καλοντυμένοι κύριοι με ένα περίεργο μα συνάμα κομψό φιόγκο στο λαιμό τους. – Μάννα εξ’ ουρανού φώναξε η γιαγιά. Έβγαλαν αμέσως τη γραφίδα και ένα μεγάλο τεφτέρι και ρώτησαν <<Ονομάζεστε παρακαλώ;>>. Πορφυρίδης Αλέκος και Σοφία >> και εσείς; Συνέχισε. <<Καζαζιάδου Μαρία και Μελίτσα>>. Έβαλαν υπογραφή και μας μετέφεραν στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Ο παππούς είχε σταματήσει να βήχει, μα ήταν πολύ καταπονεμένος. Είχαμε περπατήσει μέρες ολόκληρες και μήνες μέσα στο κρύο. Ίσως αυτό του είχε κάνει κακό στην υγεία. Ήξερα μέσα μου ή έστω ήλπιζα πως τώρα θα μας οδηγούσαν σ’ένα ζεστό καταφύγιο και ο παππούς επιτέλους θα γινόταν καλά. Ύστερα σκεφτόμουν πόσο του άρεσε να μου λέει ιστορίες του παρελθόντος, ειδικά εκείνη της γνωριμίας του με τη γιαγιά. Για σκέψου, εν έτει 1922 και όμως υπήρχε ο έρωτας και ο ρομαντισμός. Και κάπως έτσι ξεκινούσε. Την είδα μέσα στο πλήθος και την ξεχώρισα. Αποτυπώθηκε στο μυαλό μου η εικόνα της με τα ροδαλά μάγουλα και τα χρυσά μαλλιά. Σαν πριγκίπισσα. Η δική μου πριγκίπισσα. Δεν ήξερα πως να την προσεγγίσω και τότε σκέφτηκα να της πω πως με στέλνει ο πατέρας της. Έτσι σίγουρα θα την άφηναν να με πλησιάσει οι καλοντυμένες γυναίκες που την συνόδευαν. Εγώ εξάλλου ήμουν κουρελής. Για κάποια δευτερόλεπτα τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και κατάλαβα πως με κοιτούσε επίμονα. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και της είπα. <<Με συγχωρείτε δεσποινίς, μπορώ να σας απασχολήσω για κάτι πολύ σημαντικό; – Ναι, βεβαίως, μου είπε. -Με κοιτούσαν με απαξίωση οι κυρίες που την συνόδευαν, μα ποσώς με ενδιέφερε. Με στέλνει ο πατέρας σας>> της είπα. Εκείνη άρχισε να γελά και κοιτώντας με στα μάτια μου είπε. -Πείτε μου τι ακριβώς συμβαίνει. Μα ταυτόχρονα συνέχισε να γελά, επίμονα. Με στέλνει ο πατέρας σας να σας εκμυστηρευτώ κάποιες οικονομικές υποθέσεις. Δεν μπορώ να σας πω περισσότερα… κινδυνεύω. Μπορούμε αν θέλετε να συναντηθούμε το βράδυ στο ίδιο σημείο. Δεν μου απάντησε. – Στις δέκα, της είπα. – Σοφία με λένε μου είπε. – Εμένα με λένε Αλέξανδρο. Μα τι Αλέκο θα της έλεγα; Ακουγόταν πολύ μπανάλ. Στην πραγματικότητα ο Αλέκος ήμουν αλλά άντε να της το πεις. Στις δέκα η ώρα η Σοφία ήταν εκεί κάτω από το κεντρικό ρολόι της πλατείας. Είχε διαφορετικό ύφος αυτή τη φορά, σοβαρό και κάπως απότομο. -Λοιπόν, κύριε τι συμβαίνει; -Θα μου πείτε; -Ο πατέρας σας μου είπε να σας ενημερώσω για κάποια οικονομικά ζητήματα. -Αλήθεια; -Πότε ακριβώς σας το εκμυστηρεύτηκε; Και αμέσως μετά άρχισε να ξεσπά σε γέλια. -Μα χτες της είπα. -Συγγνώμη κύριε, μα ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Αναγνωρίζω βέβαια την φιλότιμη προσπάθεια να μου αποσπάσετε ένα χρηματικό ποσό. Τότε γύρισα με άγριο ύφος, την άρπαξα από τα μαλλιά και την φίλησα. Από εκείνη τη στιγμή ήμασταν για πάντα μαζί. Τους θαύμαζα. Τα βλέμματά τους γίνονταν ένα, έσονται δύο εις σάρκα μία. Ο παππούς όμως είχε σχεδόν παραιτηθεί από τη ζωή και λέω σχεδόν γιατί κρατιόταν στη ζωή μόνο για τη γιαγιά μου. Οι μέρες περνούσαν, οι νύχτες λίγο πιο δύσκολα. Εμείς στην αναμονή για μέρες. -Κύριε,περάστε σας παρακαλώ. Επιτέλους θα μπαίναμε σε ένα δωμάτιο ζεσταθούμε λίγο. Και όντως,μπήκαμε σ’ένα δωμάτιο, μα μόνο ζεστό δεν ήταν. Ήταν ένα δωμάτιο ψυχρό και μικρό. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ήμασταν μόνοι. Στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν <<γαλήνια>> ένα κορίτσι πάνω-κάτω στην ηλικία μου. Προσπάθησα να την περιεργαστώ, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν σκεπασμένη μέχρι πάνω. Μπορούσα να δω το όμορφο πρόσωπό της ακόμα κι έτσι. Επιτέλους θα μπαίναμε σε ένα δωμάτιο,να ζεσταθούμε λίγο. Και όντως,μπήκαμε σ’ένα δωμάτιο, μα μόνο ζεστό δεν ήταν. Ήταν ένα δωμάτιο ψυχρό και μικρό. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν ήμασταν μόνοι. Στο διπλανό κρεβάτι κοιμόταν <<γαλήνια>> ένα κορίτσι πάνω-κάτω στην ηλικία μου. Προσπάθησα να την περιεργαστώ, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν σκεπασμένη μέχρι πάνω. Μπορούσα να δω το όμορφο πρόσωπό της ακόμα κι έτσι. Ο παππούς είχε αρχίσει να νιώθει ευδιάθετος. Εμείς καθόμασταν σε τρεις πρόχειρες καρέκλες και ακούγαμε αποσβολωμένοι τις ιστορίες του παππού που με τόσο παραστατικότητα προσπαθούσε να αποδώσει. Είχα ξεχάσει το κόκκινο μαντίλι, έλεγα μέσα μου πως έγινε καλά. Το κορίτσι δίπλα μου συνεχώς κοιμόταν. Δεν είχα καταφέρει να της μιλήσω ακόμα.