Το όνομα μου είναι κακ και έτσι άρχισαν όλα του Στ. Καράμπαλη

Το όνομα μου είναι Κακ

Ήταν κάποτε ένα πολύ πολύ μικρό, μικρούλικο, τόσο δα, τοσοδούλικο δρακάκι που το λέγανε…

«Κακ… Κακ… Κακ!! Ξύπνα επιτέλους!!»

«Ε; Τι συμβαίνει;»

Advertisements
Ad 14

«Γρήγορα, σήκω κι έλα μαζί μου. Μη κάνεις φασαρία.»

Το τοσοδούλικο δρακάκι, τρομαγμένο, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβει εκείνη τη στιγμή. Το μικρό του αδερφάκι, ο Ρακ, το ξύπνησε άρον άρον μέσα στα μεσάνυχτα… Αχ, κι έβλεπε ένα τόσο ωραίο όνειρο…

«Εδώ είναι, κοίτα!», είπε, δείχνοντάς του με το δάκτυλο του έξω από το παράθυρο.

«Μμμμ, Ρακ, δε καταλαβαίνω τι μου δείχνεις. Είναι θεοσκότεινα έξω.»

«Περίμενε λίγο. Εσύ απλά κοίτα εκεί που σου έδειξα!»

Ναι καλά, το μικρό δρακάκι νύσταζε πάρα πολύ για να παρακολουθήσει τα φανταστικά πλάσματα του αδερφού του. Τον Ρακ, τον περνούσε τρεις βδομάδες. Ήταν μικρούλι. Δε παραξενεύτηκε ιδιαίτερα που ήρθε να τον ξυπνήσει. Το είχε κάνει πάρα πολλές φορές και, συνήθως, υπνοβατούσε. Άσε που τις περισσότερες φορές έβλεπε εφιάλτες με πλάσματα να τον κυνηγάνε και έκλαιγε στον ύπνο του. Βλέπεις, έβλεπε πολλές ταινίες. Ευτυχώς, όμως, έχει το μεγάλο του αδερφάκι που…

«Το είδες; Το είδες; Να το! Να το! Εκεί! Πίσω από το δέντρο!», είπε ξαφνικά γεμάτος ενθουσιασμό ο Ρακ, όσο το αδερφάκι του μονολογούσε και σκεφτόταν το μαλακό κρεβατάκι του.

«Όχι, Ρακ. Δεν είδα κάτι. Έλα, πάμε για ύπνο.»

«Μα… είναι εκεί… Μας κοιτάει… Θέλει παρέα!»

«Πάμε, γιατί θα ξυπνήσω τους γονείς!»

Πόσο εύκολα κουμαντάρεις το μικρό σου αδερφάκι. Έφυγε, τρέχοντας για ύπνο!

Με τη μόνη σκέψη να πέσει στο υπέροχο κρεβατάκι του, ο Κακ κατευθύνθηκε προς το παράθυρο για να κλείσει τη κουρτίνα. Τότε, είδε μια μορφή για πέντε δευτερόλεπτα. Κάτι, σαν αυτά που περιέγραφε ο Ρακ στα όνειρα του.

«Μπα, μάλλον είμαι πολύ κουρασμένος.», σκέφτηκε και κατευθύνθηκε στο κρεβατάκι του. Επιτέλους, ήταν η στιγμή που θα χωνόταν κάτω από το πουπουλένιο παπλωματάκι του.

«Μα, που πήγε; Που είναι ο Ρακ; Δεν είναι στο κρεβάτι του. Ρακ; Ρακ;»

Πουθενά δεν ήταν ο Ρακ. Ούτε κάτω από το κρεβάτι του, όπου κρύβεται συνήθως, ούτε μέσα στη ντουλάπα, ούτε στη κουζίνα, ούτε στο μπάνιο. Τότε, ήταν που παρατήρησε ότι τα παπούτσια του έλειπαν…

«Ωχ, όχι. Όχι πάλι!».

Με μιας, έβαλε τα παπούτσια του, πήρε το ζακετάκι του και το φακό και ξεπήδησε τρέχοντας έξω από το σπίτι. Ο Ρακ, το είχε ξανασκάσει από το σπίτι, όταν είχε θυμώσει με τους γονείς, επειδή δεν τον αφήσανε να κοιτάει έξω από το παράθυρο όλο το βράδυ. Είχε εξαφανιστεί για μία ολόκληρη μέρα και όταν τελικά τον βρήκανε, ήταν πάνω σε ένα δέντρο και δε μπορούσε να κατέβει.

Διαβάστε επίσης  Η ζωή είναι αγάπη της Κων/νας Δουβόγιαννη

«Ρακ; Ρακ; Μα, που είσαι επιτέλους;»

«Εδώ είμαι, Κακ! Κοίτα με!», άκουσε απλά τη φωνή του, δίχως να τον βλέπει. Τότε, ο Ρακ ξαναείπε.

«Κακ, όχι εκεί. Εδώ πάνω!»

«Ρακ, τι κάνεις εκεί πάνω; Κατέβα γρήγορα από το δέντρο. Δε θέλω να ξυπνήσω τους γονείς!»

«Μα, δεν είναι δέντρο!», είπε, όσο εκείνος έχανε την υπομονή του. Φυσικά, έστρεψε τότε το φακό του προς το μέρος του Ρακ κι αυτό που είδε, αυτό που αντίκρισε, πραγματικά του έκοψε τα φτερά. Ήταν ένας άνθρωπος, ψηλός ίσα με δέντρο και ψηλότερος μη σου πω, γίγαντας, που τον κοιτούσε μες στα μάτια. Η ανάσα του ήταν γρήγορη, αλλά σταθερή. Το μυαλό του του ‘λεγε «τρέχα», τα πόδια του όμως δεν κουνιόταν και τα φτερά του είχαν παγώσει!

«Ρα… Ρα… Ρακ, τι… τι είναι αυτό;»

«Μα, δε βλέπεις; Είναι ένας άνθρωπος! Ο δικός μου άνθρωπος! Πάμε Σιθ!», πρόσταξε και ο άνθρωπος με δυο σάλτους χάθηκε στον ορίζοντα.

Έμεινε εκεί, σε κείνο το σημείο, για πολύ ώρα, μη πιστεύοντας αυτό που είχε δει. Ο Ρακ εξαφανίστηκε μαζί με τον άνθρωπό του κι εκείνος ένιωθε τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι. Κοιμήθηκε εκεί, στις ρίζες ενός δέντρου – Ναι, αυτό ήταν σίγουρα δέντρο!

Το πρωί ξύπνησε από τις φωνές του πατέρα του, που τον έψαχνε. Κοίτα να δεις! Έψαχνε μόνο εκείνον. Ο Ρακ ήταν, ήδη, στο κρεβάτι του. Μα, πότε κιόλας είχε γυρίσει, χωρίς να τον ειδοποιήσει;

«Που είσαι, Κακ; Σε ψάχνουμε όλο το πρωί!»

«Να, εγώ… εγώ βγήκα για μια πρωινή βόλτα!». «Μα, χαζέ, αυτή τη δικαιολογία βρήκες;», είπε στον εαυτό του, όσο ο πατέρας του δεν έδειχνε σημάδια ότι είχε πειστεί.

Μα, τι να του έλεγε, εξάλλου; Ότι είδε έναν άνθρωπο; Θα τον περνούσε για τρελό!

«Άλλη φορά, παιδί μου, θα μας ενημερώνεις! Πάρε τα πράγματά σου κι ετοιμάσου να σε πάω στο δρακοσχολείο.», είπε ο πατέρας του με αυστηρό μεν ύφος, αλλά ένα βάρος, εκείνη τη στιγμή, έφυγε από πάνω του.

Διαβάστε επίσης  Οι Κυνηγοί των Ονείρων της luminousdemon

«Μάλιστα, μπαμπά.», είπε κι έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι για να πάρει τη δρακοτσάντα του.

Θα ήταν πλεονασμός να πω ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής για το δρακοσχολείο σκεφτόταν αυτό που είχε γίνει το βράδυ;

«Φτάσαμε. Κακ, ο Ρακ μου είπε ότι κοιμήθηκες έξω το βράδυ. Είναι αλήθεια;», είπε ξαφνικά ο πατέρας του, καθώς εκείνος είχε βυθιστεί στις σκέψεις. Μα, γιατί να το μαρτυρήσει; Γιατί να το πει; Αχ, πόσο θα ‘θελε να πάει σπίτι και να τον…

«Κακ;»

«Ναι, μπαμπά. Τι;»

«Κάτι σε ρώτησα.»

«Όχι, όχι δεν κοιμήθηκα έξω. Αφήστε με ήσυχο!», είπε νευριασμένα κι κατέβηκε βιαστικά από το αμάξι, κατευθυνόμενος προς την τάξη του.

Μα, είναι δυνατόν να του το έκανε αυτό ο αδερφός του; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι; Κάτι δεν πήγαινε σωστά.

Μπαίνοντας στη τάξη, κανείς από τους συμμαθητές του δε του μιλούσε. Το περίεργο ήταν ότι όλοι είχαν δίπλα τους από ένα άνθρωπο, όπως ο αδερφός του. Ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν έλεγε, ήταν σαν να μην υπάρχει! Ακόμη κι ο Κο, ο καλύτερος του φίλος, τον αγνοούσε!

«Κο; Κο; Τι συμβαίνει;», του ψιθύρισε.

«Φύγε, Κακ. Απλά, φύγε.»

Δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Τότε, μπήκε στην τάξη η δρακοδασκάλα και ήταν…

«Νεράιδα!», αναφώνησε και πετάκτηκε έντρομος από τη δρακοκαρέκλα του.

«Τι συμβαίνει, Κακ;», είπε η δασκάλα – νεράιδα και κατευθύνθηκε προς το δρακοθρανίο του.

«Θα καλέσω τους γονείς σου. Μην ανησυχείς.»

Ποιους γονείς; Τι λέει; Δεν πρέπει να την δούνε. Δεν είναι καν απόκριες, γιατί ντύθηκε νεράιδα;

«Σας παρακαλώ, όχι τους γονείς! Θα τρομάξουν!», είπε και ξαφνικά τα φώτα έσβησαν.

Μισή ώρα αργότερα είχε ήδη ιδρώσει τόσο πολύ από αυτό που είδε. Ένιωθε… ένιωθε απαίσια. Τότε, ο Κο ήρθε δίπλα του.

«Κακ, συγνώμη για πριν. Δε πρέπει να μας καταλάβουν.»

«Τι εννοείς, Κο; Ποιοι να μην μας καταλάβουν και γιατί;»

«Είσαι πρωταγωνιστής σε ταινία. Δε μπορώ να σου πω τίποτα άλλο. Βρήκα την ευκαιρία, γιατί κόπηκε το ρεύμα και δεν μπορούν να με ακούσουν. Σε παρακαλώ, κάντο να φανεί αληθινό.»

«Μα, δεν καταλαβαίνω.», αναρωτήθηκε και τότε τα φώτα άναψαν ξανά. Η δασκάλα τον ξαναπλησίασε.

«Λοιπόν, που είχαμε μείνει… α ναι! Θα καλέσω τους γονείς σου. Μην ανησυχείς!»

Και φυσικά, τους κάλεσε! Αυτοί, τον πήγαν σπίτι. Από τη μία να ακούει το κλάμα της μητέρας του κι από την άλλη τον πατέρα του να θέλει να τον κλείσει σε δρακοκομείο. Μα, γιατί; Τι είχε συμβεί;

Διαβάστε επίσης  Το φαντασματάκι του πύργου της Ελπίδας Γούναρη

Εκείνη τη στιγμή, πιέστηκε. Ένιωσε, όμως, πιο έτοιμος από ποτέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το παράθυρο και πέταξε μακριά. Ήταν η πρώτη φορά που πετούσε! Ένιωθε ελεύθερος! Πέταγε, πέταγε και ξαναπέταγε χωρίς σταματημό. Ώσπου μια στιγμή, κουράστηκε. Προσγειώθηκε στο έδαφος κι άρχισε να τρέχει. Είχε χαθεί, αλλά δε τον ένοιαζε. Είχε ιδρώσει και κουραστεί, όμως, πάλι δεν τον ένοιαζε. Έτρεξε κι άλλο, μέχρι που έφτασε στην αρχή της θάλασσας. Δε σταμάτησε εκεί, κολύμπησε. Ήθελε να ξεφύγει, να χαθεί. Κολύμπησε στη φουρτουνιασμένη θάλασσα μέχρι που τα κύματα τον έβγαλαν ξανά στη στεριά. Εκεί, συνέχισε να τρέχει. Σκαρφάλωσε σε ένα τεράστιο βουνό. Το ξανακατέβηκε. Πέρασε τη ζούγκλα κι απέφυγε κάτι άγριους ανθρώπους.

Κι ήταν ζωντανός! Ήταν εκεί, χιλιόμετρα μακριά από τις φωνές των δικών του και τα φανταστικά πλάσματα του αδερφού του κι όχι μόνο.

«Και τώρα τι;», αναρωτήθηκε.

Τότε, είδε δύο πελώριους δράκους να τρέχουν καταπάνω του. Τρόμαξε και συνέχισε να τρέχει σε ένα λιβάδι γεμάτο λουλούδια. Εκείνη τη στιγμή και, ενώ το πεδίο ήταν καθαρό, χτύπησε, σαν να κουτούλησε πάνω σε κάτι. Σηκώθηκε και ψηλάφησε αυτό που τον χτύπησε. Ήταν… ήταν…

«Σκηνικό;», είπε και προσπάθησε να το σκίσει από τη μανία του, ενώ οι δύο δράκοι τον πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Πρόλαβε ίσα ίσα να ανοίξει μια μικρή τρυπούλα και να δει από μέσα. Είδε κάμερες, φώτα, προβολείς, ανθρώπους και ψεύτικα πλάσματα.

Εκείνη τη στιγμή, δύο χέρια τον τράβηξαν απότομα προς τα πίσω.

«Αφήστε με… όχι… όχι… όχι!», είπε απελπισμένα, ενώ ένιωθε τη καρδιά του να χτυπάει ασταμάτητα.

«Κακ, Κακ! Ξύπνα!»

«Ε; Τι συμβαίνει;», είπε λαχανιασμένος.

«Είδες εφιάλτη!», είπε ο μικρός του αδερφός, ο Ρακ.

Ήταν όνειρο! Όλα ήταν απλά ένας εφιάλτης!

Ο μικρός Κακ, χαρούμενος, τινάχτηκε από το κρεβάτι. Αγκάλιασε τον μικρό του αδερφό. Του είπε πόσο πολύ τον αγαπάει, ότι είναι ο μικρός του αδερφός κι έτσι θα είναι για πάντα.

Έπειτα, έτρεξε προς τους γονείς του. Τους ξύπνησε. Τους αγκάλιασε και τους είπε πόσο πολύ τους αγαπάει κι ότι θέλει να είναι πάντα καλά. Είχε τόση ανάγκη να τα πει αυτά!

Τότε, ο πατέρας του είπε: «Κακ, ο άνθρωπος σου είναι έξω. Σε περιμένει!»

Και έτσι, αρχίσαν όλα!

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

The Turkish Detective: Εγκλήματα με άρωμα… Κωνσταντινούπολης

Εγκλήματα στην ΠόληΗ σειρά The Turkish Detective είναι από εκείνες
Η ψυχοθεραπεία σκοτώνει τον έρωτα;

Η ψυχοθεραπεία σκοτώνει τον έρωτα;

Έρωτας και ψυχοθεραπεία – έννοιες ασύμβατεςΗ Κόλαση του Δάντη μοιάζει