Το φαντασματάκι του πύργου της Ελπίδας Γούναρη

Το φαντασματάκι του πύργου

«Η κουζίνα είναι στοιχειωμένη, σου λέω».

Η μικρή τραβούσε ανυπόμονα τον μεγάλο αδερφό της προς τα εκεί σε όλη τη διαδρομή από τα διαμερίσματα ψηλά στον πέτρινο πύργο όπου έμενε η οικογένειά τους.

Ο πύργος ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος στα μικρά της μάτια. Με τέσσερα πατώματα, μια τεράστια σάλα, μια μεγάλη μεγάλη κουζίνα, κελάρια, μπουντρούμια, ατελείωτους διαδρόμους και αμέτρητα δωμάτια. Άλλα μικρά με πόρτες κλειστές κι αμπαρωμένες με αλυσίδες, άλλα μεγάλα με αψίδες ψηλές που χάνονταν στις σκιές στο ταβάνι. Άλλα άδεια τελείως, που τα κατοικούσαν μόνο αράχνες και βουναλάκια σκόνης, κι άλλα γεμάτα με έπιπλα παλιά και κάθε λογής πράγματα.

Advertisements
Ad 14

Κρεβάτια με βαριές, μισοπεσμένες κουρτίνες και πολλά σκονισμένα μαξιλάρια, καρέκλες με ψηλή πλάτη, τραπέζια με σκαλιστά πόδια, κηροπήγια με μισολειωμένα κεριά, πήλινα κανάτια και σπασμένες λεκάνες, ξεχαρβαλωμένα ξύλινα μπαούλα, πίνακες σε περίτεχνα κάδρα, μισοσκισμένες βελούδινες ταπετσαρίες στους τοίχους, μάλλινα σκεπάσματα και ξεφτισμένα παχιά χαλιά. Κι ακόμα, μακριά σπαθιά, ασπίδες με ξεθωριασμένα εμβλήματα, παρατημένα πιστόλια, τσεκούρια και τόξα.

Έβρισκες ό,τι ήθελες αν περιπλανιόσουν μέσα στο λαβύρινθο των δωματίων του πύργου. Και πιθανόν στις εξερευνήσεις σου να έβρισκες και κάτι που δεν ήθελες. Στοιχειά στην κουζίνα, ας πούμε.

«Στοιχειωμένη, λέει» ακολουθούσε τη μικρή ο αδερφός της βαριεστημένα και δε σταματούσε να την πειράζει. «Λες και πετάγεται πρώτη φορά ποντικός μπροστά της!»

«Γιατί δε με πιστεύεις;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Ήμουν στη μεγάλη σάλα κι άκουσα τσουγκρίσματα από μπουκάλια και μεταλλικούς κρότους να έρχονται από την κουζίνα».

«Ωχ! Μάγειρες με κατσαρόλια θα γεμίσαμε στην κουζίνα. Τι συμφορά!» συνέχισε εκείνος κοροϊδευτικά, αλλά η μικρή αγνόησε τα πειράγματά του.

Τον κοίταξε με σοβαρό ύφος. «Άκουσα βήματα και ψιθύρους» τον πληροφόρησε. Και σιγανά, με τρεμουλιαστή φωνή, συμπλήρωσε: «Και αναπνοές…».

Ο αδερφός της σταμάτησε απότομα να προχωράει. Έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές και της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Γούρλωσε τα μάτια του. Έφερε το χέρι στο στόμα τρομαγμένος κι αναφώνησε ξαφνικά: «Τότε μάλλον έχουμε ιππότες στο κελάρι!». Έπεσε κάτω σαν να λιποθύμησε από φόβο, μόνο που ήταν σκασμένος στα γέλια.

«Καλά. Έλα και θα δεις» του έκοψε τα αστεία θυμωμένη η μικρή. Τον σήκωσε αποφασιστικά και τον τράβηξε προς την κουζίνα με μεγαλύτερη βιασύνη.

Διαβάστε επίσης  Ο γελωτοποιός και ο δράκος της Κρίστυ Όσιμα

Οι δυο τους πέρασαν την τεράστια σάλα και κατέβηκαν αθόρυβα πάνω από την ολοσκότεινη πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στη μεγάλη κουζίνα του πύργου. Κοντοστάθηκαν στη βάση της και αφουγκράστηκαν τριξίματα και σουρσίματα. Στο βάθος, ελάχιστες αχτίδες από το φως της μέρας  έμπαιναν από έξω κι έκαναν τον χώρο να μοιάζει βυθισμένος στις σκούρες μπλε και μαβιές σκιές του δειλινού. Ο άνεμος σφύριζε μέσα από τις χαραμάδες ανάμεσα στις χαλαρές ξύλινες τάβλες που έφραζαν τα παράθυρα. Μικρές δίνες αέρα σήκωναν συννεφάκια σκόνης κι έσερναν χαλίκια στο πάτωμα. Η κουζίνα ακουγόταν σαν ενοχλημένη που της χάλασαν τον ύπνο.

«Ιδέα σου είναι. Σιγά μην έχει στοιχειά» είπε τελικά ο αδερφός της. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και γύρισε να φύγει. «Εξάλλου, η μαμά σού έχει πει πόσες φορές να μην…»

Σώπασε απότομα. Κάτι φάνηκε να κινείται στις σκιές στο βάθος της κουζίνας. Και τότε, ξαφνικά, ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος, μια σύντομη κραυγή κι έπειτα, θαρρείς και το ένα ξεκινούσε το άλλο, ακολούθησαν ένα, δύο, τρία ουρλιαχτά στη σειρά. Έγινε χαμός από θορύβους κοντά στις σβηστές και κρύες εστίες. Πράγματα έπεσαν κάτω και κύλησαν ως τους τοίχους. Γυαλιά έσπασαν. Ένας ξύλινος πάγκος γκρεμίστηκε με πάταγο. Κι ακούστηκαν φωνές και λαχανιάσματα…

Ο αδερφός της άσπρισε από την τρομάρα του και με μια πνιχτή κραυγή εξαφανίστηκε στο πάνω πάτωμα. Η μικρή, γενναία και γρήγορη σαν καπνός, κρύφτηκε μέσα σε ένα πολυκαιρισμένο πιθάρι κοντά στη σκάλα. Εκεί, αθέατη από τα στοιχειά, έμεινε αθόρυβη κι ακίνητη για να ακούει τι έκαναν.

Ένα άχρωμο, τρομακτικό φως ξεπήδησε κάπου από πάνω της και μετά πήδησε αλλού και ξανά αλλού, σαν να μην ήξερε πού ήθελε να φωτίσει. Οι παράξενοι θόρυβοι δεν είχαν σβήσει ακόμα, μόνο που τώρα ακούγονταν σαν θυμωμένοι ψίθυροι.

«Ανόητε, μας κοψοχόλιασες!» είπε μια στριγκή φωνή.

«Βλάκα!», «Χαζέ!» τσίριξαν δυο άλλες φωνές απανωτά.

Μια τέταρτη βόγκηξε: «Δεν το έκανα επίτηδες, ρε παιδιά. Χτύπησα το πόδι μου σε ένα ράφι».

Η μικρή ανατρίχιασε στο άκουσμα των τρομακτικών φωνών. Τρομαγμένη, κούρνιασε πιο βαθιά μέσα στο πιθάρι για να μην την πετύχει το φως που κουνιόταν απειλητικά πέρα δώθε. Αφού του το είπα ότι είναι στοιχειωμένη η κουζίνα, σκέφτηκε, μα δεν τόλμησε να το σκάσει από την κρυψώνα της και να ακολουθήσει τον αδερφό της επάνω. Κάθισε ήσυχα στα σκοτάδια κι άκουγε τα στοιχειά. Φαινόταν σαν να μιλάνε μεταξύ τους, μόνο που δεν καταλάβαινε καλά τι έλεγαν. Τα λόγια τους μπλέκονταν με τις ανάσες τους κι έφταναν στα αυτιά της μικρής κάπως μπερδεμένα.

Διαβάστε επίσης  Οι ανύπαρκτες χώρες και τα ταξίδια της Χρυσής

«Άντε, σήκω» είπε ένα από αυτά κάπως αυστηρά. «Και να προσέχεις πού πας».

«Πού λέτε να είμαστε;» ρώτησε χαμηλόφωνα ένα άλλο στοιχειό με λεπτή φωνή, κι η μικρή είδε πάλι το παράξενο φως να πηδάει μια εδώ και μια εκεί από πάνω της.

«Νομίζω ότι αυτή είναι η κουζίνα. Κοιτάξτε κάτι πελώρια καζάνια» είπε ένα τρίτο στοιχειό με πιο σταθερή, γνωστική φωνή, και σε όλο τον χώρο αντήχησε ένα μεταλλικό κουδούνισμα, σαν κάποιος να χτύπησε ελαφρά με τα δάχτυλά του ένα καζάνι.

«Αν είναι εδώ η κουζίνα, τότε εμείς από πού μπήκαμε;» ρώτησε ένα τέταρτο στοιχειό κάπως πονεμένα.

«Με τόσα βαρέλια, μπουκάλια και πιθάρια…» ξεκίνησε να λέει το τρίτο στοιχειό.

«Τότε μάλλον ανεβήκαμε από το κελάρι» συμπλήρωσε το πρώτο. «Κι εκεί μπουρδουκλώθηκες και δεν άφησες ούτε πιθάρι όρθιο. Κοίτα και λίγο μπροστά σου!» είπε εκνευρισμένα.

Ακούστηκε ένα πνιχτό «Ωχ! Μη βαράς!» από το τέταρτο στοιχειό. «Τι να κάνω;» συνέχισε αυτό. «Αφού είναι τόσο σκοτεινά και δε βλέπω».

«Να, κράτα εσύ τον φακό» είπε ευγενικά το δεύτερο στοιχειό.

«Ελάτε, πάμε να εξερευνήσουμε».

Οι φωνές έγιναν πιο απαλές μέχρι που σιώπησαν εντελώς. Σταμάτησε και ο τρελός χορός του παράξενου φωτός στο ταβάνι, απ’ ό,τι έβλεπε η μικρή. Τότε, πολύ φοβισμένη αλλά και γεμάτη περιέργεια, ξεμύτισε δειλά δειλά από τη σκοτεινή κρυψώνα της για να δει τα θορυβοποιά στοιχειά της κουζίνας.

Έβγαλε το κεφάλι της από το πλαϊνό τοίχωμα του πήλινου πιθαριού και στράφηκε προς τον ήχο των βημάτων τους. Είδε τις μορφές τους να διαγράφονται στις σκιές στο βάθος της κουζίνας. Ήταν τέσσερα τα στοιχειά, όσες και οι φωνές που άκουσε η μικρή, και προχωρούσαν κοντά το ένα στο άλλο. Φαίνονταν μικρά σε μέγεθος και όχι τόσο τρομακτικά όσο ακούγονταν στην αρχή, με τις στριγκλιές και τις ακαταλαβίστικες ομιλίες τους. Μάλιστα, οι προσεκτικές κινήσεις τους γύρω από τους πάγκους, τα καζάνια και τα ράφια –λες και δεν μπορούσαν να περάσουν μέσα από αυτά– της φαίνονταν μάλλον αστείες. Της ξέφυγε ένα γελάκι, όταν ένα από τα στοιχειά πιάστηκε σε έναν γάντζο που προεξείχε από τον τοίχο, τρόμαξε και κόντεψε να πέσει.

Διαβάστε επίσης  Τατιανός και Τατιανή του Τατιανού.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε φοβισμένα ένα στοιχειό και αμέσως το παράξενο, άχρωμο φως πετάχτηκε πρώτα πάνω από το κεφάλι της και μετά προς τη μεριά του γαντζωμένου φίλου του.

«Τίποτα. Κάπου μαγκώθηκα» απάντησε εκείνο.

Όμως, καθώς έπεσε το φως επάνω στα στοιχειά, η μικρή έμεινε με ανοιχτό το στόμα και τα κοιτούσε σοκαρισμένη. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Ήταν όλα μικρά παιδιά σαν εκείνη. Ένα έβγαζε την τσάντα από τον ώμο του για να ξεγαντζωθεί, άλλο είχε αλογοουρά και έδειχνε να είναι το μόνο κορίτσι της παρέας τους, ένα άλλο φορούσε γυαλιά και κοιτούσε τριγύρω με την περιέργεια του εξερευνητή και το τελευταίο κράταγε στο χέρι κάτι που έβγαζε αυτό το παράξενο φως.

Ήταν παιδιά, μόνο που είχαν τόσο έντονα χρώματα, σαν να ακτινοβολούσαν, όχι θαμπά και γκρίζα σαν τα δικά της, και είχαν… ανάσες. Είναι ζωντανά! συμπέρανε η μικρή, κατενθουσιασμένη μα και τρομαγμένη παράλληλα.

«Η κουζίνα φαίνεται να μην έχει τέλος» είπε το κορίτσι-στοιχειό.

«Βλέπω μια σκάλα εκεί στο βάθος» είπε αυτό με το φως στο χέρι και φώτισε σταθερά πάνω από το κεφάλι της μικρής.

«Θα ανεβαίνει στη μεγάλη σάλα» τους ενημέρωσε εκείνο με τα γυαλιά.

«Πάμε» είπε το στοιχειό με την τσάντα με ύφος αρχηγού.

Ξεκίνησαν όλα μαζί να πλησιάζουν το πιθάρι της μικρής, κοντά στη βάση της σκάλας. Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε παγιδευμένη και δεν είχε πολύ χρόνο για να αποφασίσει. Μπορεί να έχουν ανάσα ενώ εγώ όχι, αλλά είναι παιδιά σαν εμένα, σκέφτηκε και έδιωξε τον φόβο της.

Μόλις έφτασαν αρκετά κοντά στην κρυψώνα της, πετάχτηκε έξω μπροστά στο φως και τους είπε «Γεια!», χαμογελώντας και κουνώντας όλο χαρά το χέρι της.

Μα γιατί ουρλιάζουν και τρέχουν προς το κελάρι; αναρωτήθηκε απορημένα το φαντασματάκι του πύργου.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

CES 2024- Όσα είδαμε στην έκθεση στο Las Vegas και μας εντυπωσίασαν

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος πραγματοποιήθηκε στο Λας Βέγκας
Ρωμέικη διάλεκτος

Ρωμέικη διάλεκτος : Ένα Αρχαίο Κεφάλαιο στη Γλωσσική Κληρονομιά

Ρίζες και ιστορία της Ρωμέικης διαλέκτουΗ Ρωμέικη διάλεκτος (Romeyka) είναι