Η Μαγική Άμαξα της Θεοδώρας Διαμαντάκου

Η Μαγική Άμαξα

Ο Κωνσταντίνος και η Δωρούλα έπαιζαν χαρούμενοι. ΄Ηταν μια ηλιόλουστη μέρα και το πάρκο ήταν γεμάτο κόσμο και παιδιά. Οι γονείς τους, τους κοίταζαν χαμογελαστοί και συζητούσαν χαλαρά. Πολύ καλή ιδέα να επισκεφτούν αυτό το καινούριο πάρκο με τις κούνιες και τα παιχνίδια αυτή την Κυριακή. Και η παραμυθούπολη ήταν πολύ ωραία. Είχε κάστρο και δυο ζωγραφισμένους ιππότες με πανοπλίες, και κούκλες ντυμένες σαν πριγκίπισσες, με μακριά φορέματα και καπέλα με φτερά. Κι εκεί στη γωνία, αυτή η μαύρη γυαλισμένη άμαξα, πόσο ωραία ήταν. Έμοιαζε σαν να βγήκε από ταινία και θύμιζε άλλη εποχή. Ίσως άνοιγε η πόρτα και μπορούσες να ανέβεις και να μπεις. Η πόρτα πράγματι άνοιγε και κατάφεραν να ανεβούν.

Ωραία ήταν! Είχε σκούρα κόκκινα βελούδινα καθίσματα και ήταν αρκετά μεγάλη, άνετη και αναπαυτική. Αχ μακάρι  να μπορούσαν να πάνε μια βόλτα. Όπως στις Σπέτσες το προηγούμενο καλοκαίρι. Είχαν ανέβει κι εκεί σε μια παλιά άμαξα και είχαν πάει βόλτα με τη μαμά και τον μπαμπά. Μόνο που εκείνη την έσερνε αληθινό άλογο και ήταν επάνω ανοιχτή. Αυτή εδώ πρέπει να ήταν παλιότερη και είχε και δυο φανάρια στην άκρη και όπως ήταν κλειστή άμα έμπαινες μέσα ήταν τέλεια κρυψώνα για κρυφτό. Ο Κωνσταντίνος δεν εντυπωσιάστηκε αλλά η αδερφή του δεν ήθελε να βγει. Είχαν κανονίσει να μείνουν μέχρι το απόγευμα στο πάρκο οπότε είχαν  χρόνο.Μπορούσαν να συνεχίσουν την φανταστική τους βόλτα να κλείσουν τα μάτια και να ονειρευτούν. Η Δωρούλα έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε πως ήταν κυρία άλλης εποχής.

Μετά, άκουσε έναν θόρυβο από βαπόρι και από θάλασσα. Άνοιξε τα μάτια  και είδε γύρω της μια εικόνα απίστευτη, φανταστική. Ο Κωνσταντίνος δίπλα της φορούσε άλλα ρούχα, το ίδιο και αυτή. Μακρύ φόρεμα με βελούδα και δαντέλες και στα γόνατά τηςένα πανέμορφο γαλάζιο καπέλο με φτερά. Την είχε πάρει ο ύπνος και ονειρευόταν;

Advertisements
Ad 14

«Πού είμαστε;» ρώτησε ο αδερφός της.

«Άρχισα να πεινάω. Ώρα να πάμε στη μαμά».

«Σε λίγο» είπε η Δωρούλα.

«Έλα, δώσε μου το χέρι σου να κατέβουμε να κάνουμε έναν μικρό περίπατο και αμέσως  μετά  πάμε στη μαμά.»

Ευτυχώς ο Κωνσταντίνος ήταν μικρός και δεν είχε ανησυχήσει με τη μεταμόρφωση ούτε είχε παραξενευτεί πολύ. Κατέβηκαν και κοίταξαν έξω. Υπήρχε πολύ κόσμος και φασαρία  αλλά  αυτό το μέρος ήταν τελείως διαφορετικό. Η άμαξα μόνο ήταν ίδια αλλά τα άλογα τώρα φαινόντουσαν αληθινά. Η θάλασσα εκεί δίπλα ήταν ήσυχη και ο καιρός ευτυχώς ήταν καλός.

Διαβάστε επίσης  Ο δράκος που ‘βγάζε από το στόμα του αντί για φωτιά, σοκολάτα της Terra Louda

«Ωχ, μάλλον μπλέξαμε» σκέφτηκε η Δωρούλα.

«Αυτή η ωραία άμαξα μάλλον μας ταξίδεψε στον χρόνο. Φαίνεται πως είμαστε εκατό και κάτι χρόνια πίσω. Πού όμως; Η άμαξα πάντως είναι μαγική».

Και τότε πρόσεξε καλύτερα τα κτίρια, τον κόσμο, τους δρόμους και τα μαγαζιά. Το ήξερε αυτό το μέρος. Η Κέρκυρα ήταν, είχαν πάει εκεί παλιότερα εκδρομή για Πάσχα με την οικογένειά της και ήταν ένα μέρος που είχε αγαπήσει και της άρεσε πολύ. Μάλλον η άμαξα είχε ακούσει την ευχή που είχε κάνει τότε να επιστρέψει και τους έφερε τώρα εδώ πάλι, στην παλιά Κέρκυρα μιας άλλης εποχής.

«Κοίτα τα παλιά αρχοντικά, και την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και το Λιστόν.» Σκέφτηκε η Δωρούλα να πει στον Κωνσταντίνο αλλά ίσως τρόμαζε κι έτσι προτίμησε να μείνει σιωπηλή.

Γύρω υπήρχαν κι άλλες άμαξες σαν την δική τους με ωραία άλογα και αμαξά. Σκέφτηκε να δέσει τα άλογα κάτω από τα σκιερά δέντρα για να μπορούν λίγο να απομακρυνθούν. Τόσα χρόνια ταξίδι είχαν κάνει. Ήταν κρίμα να επιστρέψουν χωρίς να δουν τίποτα. Σωστά;

« Έλα Κωνσταντίνε. Πάμε μια μικρή βόλτα. Κοίτα πόσο ωραίο είναι αυτό το μέρος. Αλλά να με κρατάς από το χέρι. Μη φύγεις και χαθείς και δε σε βρίσκω. Θα μας φωνάζει ύστερα η μαμά».

« Εντάξει» είπε ο Κωνσταντίνος.

«Υπόσχομαι δε θα φύγω. Θα είμαι συνέχεια δίπλα σου και πολύ προσεχτικός».

«Έλα να πάμε στο γκαμπιέλο με το ενετικό πηγάδι. Εκεί που έπαιζες το Πάσχα. Να δούμε πως θα είναι το μέρος τώρα. Συμφωνείς;»

Άρχισαν να περπατούν στα στενά σοκάκια κάτω από τις μπουγάδες και τα όμορφα λουλούδια και η Δωρούλα είχε ενθουσιαστεί. Πόσο όμορφα και περιποιημένα έδειχναν τα ψηλά αυτά σπίτια και τα παλιά αρχοντικά. Ήταν όλα καθαρά και φρεσκοβαμμένα χωρίς τουρίστες και πολυκοσμία και που και που συναντούσαν άλλα παιδιά και μεγάλους, όλους με παραδοσιακές ενδυμασίες ή με ρούχα εποχής.

«Τζόρτζη μη τρέχεις μάτια μου. Έλα πάνω. Το σοφρίτο είναι έτοιμο». Άκουσαν να φωνάζει μια μαμά τραγουδιστά.

«Και μυρίζει ωραία. Πρέπει να είναι πολύ νόστιμο». Σκέφτηκε η Δωρούλα που είχε αρχίσει να πεινάει λίγο και αυτή.

Είχε δοκιμάσει σοφρίτο και παστιτσάδα και της άρεσαν πολύ αυτά τα φαγητά. Θυμόταν όλα τα ονόματα των κερκυραϊκών συνταγών που είχε διαβάσει και ήταν τέλειες. Τυχερός ο Τζόρτζης τελικά.

Διαβάστε επίσης  Ο μικρούλης του Στάθη Μασκαλίδη

« Η ένωσις με την Ελλάδα είναι πλέον θέμα ολίγων εβδομάδων» έλεγε ένας κύριος με ψηλό καπέλο από δίπλα.

Και μετά της μίλησε.

« Καλή σας ημέρα κοντεσίνα μου».

Και υπόκλιση. Και έβγαλε λίγο το καπέλο. Τι να απαντήσει τώρα;

«Καλημέρα και σε σας κύριε.»

Ή μήπως έπρεπε να είχε πει «σιορ»; Τώρα πάει, ο χαμογελαστός κύριος με τον φίλο του είχαν προσπεράσει. Μάλλον καλά απάντησε.

«Τι είπε ο κύριος; Μας γνωρίζει;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος

«Ναι. Μας γνωρίζει. Είναι φίλος του μπαμπά από το γραφείο.»

Τι να του έλεγε; Φαινόταν ήρεμος και δεν ήθελε να τον αναστατώσει πιο πολύ.  Ωραία ήταν να κάνουν μια βόλτα στην παλιά Κέρκυρα. Το πρόβλημα ήταν πως θα επέστρεφαν στην εποχή τους. Θα παρακαλούσε την μαγική άμαξα να τους πάει πίσω στο πάρκο. Λογικά έπρεπε να πετύχει, ακριβώς όπως στις ταινίες και στα παιδικά.

« Ας είμαστε αισιόδοξοι και ας μην ανησυχούμε. Ζούμε μια περιπέτεια. Ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια έχουν πάντα καλό τέλος ευτυχώς.»

Έτσι θα γίνει και τώρα, σκεφτόταν η Δωρούλα και εκείνη τη στιγμή είδε μπροστά τους το πηγάδι που έψαχναν απ΄την αρχή. Ω πόσο όμορφο και εντυπωσιακό έδειχνε με τα σκαλιστά του μάρμαρα στη μέση του γκαμπιέλο, της μικρής πλατείας ανάμεσα στα ψηλά κτίρια, να στέκεται εκεί από αιώνες και να προσφέρει το νερό του στους κατοίκους τόσα χρόνια από την εποχή των Ενετών. Και πόσο ήσυχο. Χωρίς εστιατόρια και τουρίστες. Και δίπλα η παλιά μικρή εκκλησούλα σε πολύ καλύτερη κατάσταση και όχι μισοερειπωμένη όπως τη θυμόταν τη προηγούμενη φορά. Πόσο όμορφα ήταν όλα τον 19ο αιώνα και πόσο χαρούμενη και τυχερή ένιωθε που κατάφερε να ταξιδέψει για μια φορά στο παρελθόν!

« Η Τζανέτα και ο ΄Αντζουλο είναι πολύ άρρωστοι και οι δυο τους» άκουσε μια γυναίκα να λέει σε μια άλλη καθώς έβγαιναν από την εκκλησιά. Η ρετσέτα του ντοτόρου δεν έκαμε τίποτα. Τα καψερά. Ψήνονται στον πυρετό».

« Με συγχωρείτε. Ο πατέρας μου είναι γιατρός από Αθήνα. Μήπως μπορώ να βοηθήσω την Τζανέτα και τον Άντζουλο; Έχω μαζί μου καλά φάρμακα για να πέσει ο πυρετός.»

Πράγματι,  στο πάρκο μέσα στο σακίδιό της είχε αντιπυρετικά και αντιβίωση και άλλα φάρμακα για τη γιαγιά. Τα είχαν πάρει λίγο νωρίτερα από το φαρμακείο και τώρα αυτά είχαν ταξιδέψει μαζί τους και ήταν μέσα σε αυτό που κρατούσε, ένα βελούδινο πουγκί.

Διαβάστε επίσης  Φραουλοιστορία της Αλεξάνδρας Γκατζιάνη

Οι δυο γυναίκες κοίταξαν έκπληκτες.

«Μπορείτε σας παρακαλώ να με πάτε στο σπίτι τους; Πιστεύω ότι μπορώ να βοηθήσω. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι με αυτά τα φάρμακα θα πέσει ο πυρετός.»      «Ναίσκε κυρά μου. Εδώ δίπλα είναι το σπίτι»

Και άρχισαν να περπατούν. Πράγματι, σε δυο λεπτά ήταν εκεί. Η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας και εμφανίστηκε κουρασμένη, χλωμή και άυπνη η μητέρα των παιδιών. Οι δυο γυναίκες άρχισαν να εξηγούν τις καλές προθέσεις των παράξενων επισκεπτών. Η μητέρα απελπισμένη τους επέτρεψε να περάσουν και η Δωρούλα έτρεξε στα κρεβάτια των παιδιών. Τους έδωσε τα χάπια και άρχισε να προσεύχεται μαζί με τις γυναίκες σιωπηλά. Η μητέρα τους μαγείρευε μια σούπα. Παρά την αγωνία της επέμενε να προσφέρει στους επισκέπτες μια νερατζάδα και λίγο γλυκό του κουταλιού. Ευτυχώς γιατί ο Κωνσταντίνος διαμαρτυρόταν από ώρα ότι πεινούσε και ζητούσε κάτι, ένα γλυκό, ένα κουλούρι, ένα παγωτό. Εντάξει, μικρό παιδάκι ήταν. Πόσο μπορούσε να αντέξει χωρίς γκρίνια και αυτός.

«Ωχ, τώρα θα αρχίσουν τις ερωτήσεις.» Τι να τους απαντούσε;

Είχε πει πως ήταν από Αθήνα αλλά αυτό βέβαια δεν ήταν αρκετό. Τι να τους έλεγε; Πως ερχόταν από το μέλλον; Θα τη περνούσαν για τρελή.

«Μανούλα» ψιθύρισε τότε η Τζανέτα.

Η μητέρα της έτρεξε κοντά της. Η μικρή ήταν ήδη καλύτερα. Το ίδιο και ο αδερφός της.

«Μιράκολο! Ευχαριστώ πολύ Παναγία μου. Και σένα μικρή κυρά μου. Από χθες είχαν να μιλήσουν τα παιδάκια μου. Τούτο το ριμέντιο που τους έδωκες έκαμε καλή δουλειά.»

«Πρέπει να συνεχίσουν τη θεραπεία για μια εβδομάδα. Κάθε πρωί και βράδυ. Μη το ξεχάσετε. Είναι πολύ σημαντικό. Εμείς πρέπει να φύγουμε με το βαπόρι για Αθήνα. Θα έρθουμε όταν μπορέσουμε στο νησί ξανά».

Πήρε τον Κωνσταντίνο κι έφυγαν γρήγορα περπατώντας βιαστικά. Ένιωθε χαρούμενη και ανακουφισμένη. Τελικά, ίσως υπήρχε σοβαρός λόγος που τους ταξίδεψε η άμαξα στο παρελθόν. Λίγο αργότερα, ήταν πίσω στα σκιερά δέντρα. Πήρε τον Κωνσταντίνο και ανέβηκαν στην άμαξα.

«Σε παρακαλώ πήγαινέ μας πίσω στο πάρκο στους γονείς μας» σκέφτηκε κλείνοντας τα μάτια και ανοίγοντάς τα άκουσε τη φωνή της μαμάς της να λέει:

« Παιδιά, αρκετά παίξατε για τώρα. Ελάτε επιτέλους. Έφτασε μεσημέρι. Είναι ώρα για πικνίκ».

 

Πηγή εικόνας: εδώ

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Στην εικόνα απεικονίζεται ένα ζευγάρι εφήβων στην δεκαετία του '80. Είναι ντυμένοι με ρόζ γυναικείες μπιτζάμες και ξαπλώνουν σε ένα κρεβάτι.

Lisa Frankenstein: Mary Shelley του ’80

 Η Lisa Frankenstein είναι μια αμερικανική κωμική ταινία τρόμου του
Για να πας μπροστά, πρέπει να αφήσεις πίσω

Για να πας μπροστά, πρέπει να αφήσεις πίσω

Για να πας μπροστά, πρέπει να αφήσεις πίσω. Το παρελθόν.