“Μια στιγμή αρκεί” της Ασπρόμαυρο όνειρο

Μια στιγμή αρκεί

Μόνη στο δωμάτιο με συντροφιά ένα βιβλίο. Το είχε συνηθίσει. Η ώρα 8 το απόγευμα και όλα έξω είχαν ήδη σκοτεινιάσει. Όπως και το πρόσωπο της τον τελευταίο καιρό. Δε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φόρα που είχε νιώσει ζωντανή τους τελευταίους 2 μήνες. Η ώρα 8:30. Χτυπάει το κινητό της. Τρόμαξε! Καιρό είχε να το ακούσει να χτυπάει. Είδε μείνει βουβό κι αυτό όπως και η ζωή της. Παραξενεύτηκε όταν είδε το όνομα του στην οθόνη αλλά απάντησε.

– Ντύσου και έλα πλατεία.

– Tι να κάνω τέτοια ώρα στην πλατεία;

Advertisements
Ad 14

– Mη ρωτάς. Σε περιμένω. Γεια. Έμεινε να κοιτάει το κινητό της. Ένιωθε περίεργα. Ένα χαμόγελο είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο της. Σηκώθηκε, ντύθηκε, πηρέ την τσάντα της, πέταξε μέσα κινητό, λεφτά και κλειδιά και έφυγε.

Όταν έφτασε στο πάρκο τον είδε να κάθεται κάτω από το δέντρο στην πίσω πλευρά της πλατείας, εκεί που συνήθιζαν να κάθονται όταν ήταν μικρά. Τι ωραία που περνούσαν τότε; Έτρεχαν, γελούσαν, έπαιζαν… Το μόνο που τους απασχολούσε, το μεγαλύτερο πρόβλημα τους ήταν το ότι έχουν σχολείο αύριο! Αλλά πέρασαν αυτά τα χρόνια. Τώρα πια είχαν μεγαλώσει. Το τρέξιμο στο πάρκο είχε μετατραπεί σε τρέξιμο για να προλάβουν την πραγματικότητα που έτρεχε και εκείνοι δεν μπορούσαν να την προλάβουν, τα γέλια είχαν μετατραπεί σε παγωμένα και ψεύτικα χαμόγελα της τυπικότητας και των “καλών τρόπων”. Όσο για το παιχνίδι… Αυτό και αν είχε κάνει φτερά και είχε εξαφανίσει απ’ την ζωή τους. Όταν άκουγαν τη λέξη παιχνίδι πια το μυαλό τους πήγαινε στην χρησιμοποίηση των ανθρώπων και όχι στη διασκέδαση αυτών…

Τον γνώρισε από το φως της καύτρας του τσιγάρου του, το μόνο φως εκείνης της ώρας. Τον πλησίασε και έκατσε απέναντι του χωρίς να πει τίποτα. Κοίταξε δίπλα του και είδε μια σακούλα γεμάτη μπύρες. Ένιωσε περίεργα. Σαν να χάρηκε που είχε βγει από το σπίτι. Σαν να ένιωσε ότι τελικά ίσως να υπάρχει κάποιος που την σκεφτόταν και νοιαζόταν για αύτη.

Διαβάστε επίσης  "Ο εφιάλτης" του Οδυσσέα Νασιόπουλου

– Δεν περίμενα να έρθεις να σου πω την αλήθεια. Της είπε και της έδωσε μια μπύρα.

– Ούτε εγώ περίμενα να έρθω. Πηρέ την μπύρα, χωρίς να τον κοιτάξει και ήπιε. Έμειναν έτσι σιωπηλοί για λίγο, κανείς δε μιλούσε, ούτε που κοίταζαν ο ένας τον άλλο.

Η μια μπύρα τελείωνε μετά την άλλη, τα τσιγάρα αναβόσβηναν το ένα μετά το άλλο, αλλά λέξη δεν είχαν ανταλλάξει. Δεν άντεξε άλλο αυτή τη σιγή. Ήθελε να μάθει γιατί της είχε πει να συναντηθούν μέσα στο κρύο στην πλατεία.

– Γιατί με πήρες τηλέφωνο;

– Από πότε απαγορεύεται;

– Σταμάτα και ξέρεις τι εννοώ. Γιατί να βρεθούμε στην πλατεία;

– Γιατί όχι;

– Τώρα θα μιλήσουμε ή θα κοροϊδευόμαστε; Γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός ρούφηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του και γύρισε να της ανταποδώσει το βλέμμα.

– Απλώς ήθελα να σε δω.

– Άστα αυτά και σε ξέρω. Τόσα χρόνια φίλοι, τηλέφωνο ανάθεμα να με έχεις πάρει δυο φόρες. Τι έχει γίνει;

– Τίποτα.

– Καλά μη μου πεις άμα δε θες.

– Εσύ.

– Τι εγώ;

– Εσύ είναι αυτό που έχει γίνει.

Δεν καταλάβαινε. Τι ήταν πάλι αυτά που της έλεγε; Τον ήχε συνηθίσει να μιλάει με γρίφους και να μασάει τα λόγια του αλλά πότε δεν ήταν τόσο σοβαρός. Ανακατεύτηκε μέσα της. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να τρομάξει. Δεν ήξερε τι να του πει. Έμειναν και πάλι σιωπηλοί, μέχρι που αυτός πέταξε το τσιγάρο και πετάχτηκε όρθιος. Ω ναι. Τώρα ήχε σίγουρα τρομάξει. Δεν τον είχε ξανά δει τόσο σοβαρό, τόσο… Αποφασισμένο.

– Τώρα θα με ακούσεις και δε θα με διακόψεις μέχρι να τελειώσω ό, τι έχω να πω. κατάλαβες;

Σαστισμένη όπως ήταν απλώς κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και έμεινε να το κοιτάει στα ματιά.

– Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει; Έχεις να βγεις από το σπίτι δεν ξέρω και εγώ από πότε, δεν απαντάς σε μηνύματα, η παρέα σε έχει χάσει, όλοι ρωτάνε που είσαι και τι κανείς.

Διαβάστε επίσης  "Ο ΛΙΠΟΤΑΧΤΗΣ" της LENAMM

Γέλασε.

– Γελάς; Αλήθεια; εγώ κάθομαι και σου μιλάω σοβαρά και εσύ γελάς;

– Τι θες να κάνω μωρέ; Με αυτά που μου λες γελάω! Πότε έβγαινα συχνά από το σπίτι; Και πια παρέα μου λες τώρα; Τη δίκια σου παρέα που με ανέχονταν μόνο και μόνο επειδή ήμουν δίκια σου φίλη;

– Τι λες; Ακούς τι λες; Είχες να βγεις από το σπίτι 2 ολόκληρους μήνες! 2 μήνες! Και η παρέα που σε “ανεχόταν” ερωτάει κάθε μέρα που είσαι και τι κανείς. Γι’ αυτό κόψε τις βλακείες και ξεκολλά το μυαλό σου.

Δεν του απάντησε. Δεν τον κοιτούσε καν. Είχε σκύψει το κεφάλι και έπαιζε με ένα άδειο κουτάκι μπύρας.

– Κοίτα…

Μαλάκωσε και γονάτισε μπροστά της. Ξέρω ότι τα πράγματα είναι δύσκολα. Ξέρω ότι έχεις περάσει πολλά. Οι τελευταίοι μήνες ήταν δύσκολοι, όχι μόνο για σένα αλλά για όλους. Δεν έχασες μόνο εσύ έναν φίλο. Όλοι μας τον χάσαμε.

– Σταμάτα! Τώρα! Μη μιλήσεις άλλο.

-Όχι, θα μιλήσω και εσύ θα με ακούσεις! Από εκείνη τη μέρα έχεις κλειστεί στον εαυτό σου. Δεν μιλάς σε κανέναν, δεν τρως, έχει σε γίνει σκιά του εαυτού σου. Ξέρω ποσό δύσκολο είναι, ξέρω ποσό πολύ τον αγαπούσες…τον είχες σαν αδερφό σου αλλά…

– Δεν έχει αλλά! Δεν ήσουν εσύ μέσα στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί του! Δεν ήσουν εκεί, όταν μετά το τρακάρισμα ήρθαν και σου είπαν ότι δυστυχώς τον χάσαμε.

Είχε σηκωθεί όρθια, σχεδόν φώναζε! Τα ματιά της είχαν γεμίσει δάκρυα ξανά. Κάθε μέρα, τους τελευταίους 2 μήνες, γεμάτα δάκρυα ήταν, και παράπονο.

-Κανείς σας δεν ήταν εκεί! Μόνη μου το πέρασα όλο! Εκείνες τις απαίσιες ώρες στο νοσοκομείο, να γραφώ χιλιόμετρα πάνω- κάτω στους διαδρόμους και κανείς σας να μην απαντάει στο τηλέφωνο!

Τώρα φώναζε. Τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της. Ξεσπούσε. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για εκείνο το βράδυ. Τι είχε νιώσει, τι είχε περάσει. Όποτε τη ρωτούσαν εκείνη άλλαζε θέμα και κανείς δεν είχε πότε επιμείνει να μάθει. Αυτός απέναντι της την άκουγε και δε μιλούσε. Δεν είχε άλλωστε τι να πει. Είχε δίκιο. Κανείς δεν ήταν εκεί για αυτήν εκείνες τις πρώτες ώρες. Ούτε καν αυτός που ήταν πάντα εκεί για αυτήν. Όλη η παρέα τους περίμενε στο μαγαζί που είχαν κανονίσει να γιορτάσουν τα γενέθλια ενός από τους φίλους τους. Όλοι ήταν χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι, μέχρι που κάποιος, επιτέλους, σήκωσε το τηλέφωνο και όλα πάγωσαν.

Διαβάστε επίσης  "Η ζωγραφιά" του Γιάννη Αδελιανάκη

Έκανε μια παύση. Έκατσε κάτω και έβαλε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. Η φωνή της ίσα που ακούστηκε.

– Δεν ξέρεις πώς είναι να αλλάζει όλη σου η ζωή σε μια στιγμή.

Έκατσε και αυτός κάτω από το δέντρο τους και την πήρε αγκαλιά. Αύτη να κλαίει και αυτός να την κρατάει σφιχτά και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Είχε λυγίσει κι αυτός. Το ότι του ξανά θύμισε εκείνη τη νύχτα τον πόνεσε πολύ. Είχε χάσει κι αυτός τον καλύτερο του φίλο. Τον αδερφό του! Δάκρυσε. Δεν είχε κλάψει πότε για αυτό το θέμα. Πάντα το αντιμετώπιζε με ψυχράδα. “Δεν κλαίνε οι μάγκες ρε” του είχε πει μια φόρα όταν ήταν στεναχωρημένος. Κοίταξε τον ουρανό και σκέφτηκε:” καμιά φόρα μάγκα μου, οι μάγκες κλαίνε για τους μάγκες”. Σηκώθηκε απ’ την αγκαλιά του και τον κοίταξε.

– Μου υπόσχεσαι ότι θα είσαι πάντα εδώ για μένα;

Ανατρίχιασε. Δεν την είχε ξανά δει έτσι. Τόσο ευάλωτη. Πάντα ήταν ο βράχος του. Πάντα ήτα εκεί για αυτόν, δίπλα του. Είχε έρθει η δική του σειρά τώρα πια!

– Για όσο μπορώ! Για όσο μπορώ θα έχεις έναν άνθρωπο, μια αγκαλιά και μια μπύρα.

Του χαμογέλασε και χώθηκε ξανά στην αγκαλιά του.

– Ο ,τι χρειάζομαι.

Του είπε και έμειναν εκεί κάτω από το δέντρο τους, με μια μπύρα αυτή στο χέρι, ένα τσιγάρο αυτός να κοιτάνε τον ουρανό και να χαμογελούν.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

CES 2024- Όσα είδαμε στην έκθεση στο Las Vegas και μας εντυπωσίασαν

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος πραγματοποιήθηκε στο Λας Βέγκας
Ρωμέικη διάλεκτος

Ρωμέικη διάλεκτος : Ένα Αρχαίο Κεφάλαιο στη Γλωσσική Κληρονομιά

Ρίζες και ιστορία της Ρωμέικης διαλέκτουΗ Ρωμέικη διάλεκτος (Romeyka) είναι