“Μια όμορφη μέρα” της Βασιλείας Παπακώστα

Μια όμορφη ημέρα θέλω να χάσω την δουλειά μου. Μια ημέρα όμορφη, ανοιξιάτικη, με ήλιο περίσσιο. Θέλω τη μέρα εκείνη, μπαίνοντας στο ίδιο γραφείο, ανοίγοντας την ίδια πόρτα, σκεπτόμενος σχεδόν μηχανικά τις ίδιες προδιαγεγραμμένες κινήσεις, κάτι να αλλάξει! Ένας κλειστός φάκελος θα στέκει σε εμφανές σημείο πάνω στο γραφείο μου προμηνύοντας την ελευθερία. Αδιάφορος θα τον ανοίξω και, διαβάζοντας το λυπηρό κείμενο της απομάκρυνσής μου θα ανασάνω ελεύθερος.

<<Θέμα: ΔΙΑΚΟΠΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Οι υπηρεσίες σας δεν μας είναι πλέον απαραίτητες. Αποζημίωση δεδομένης της οικονομικής κατάστασης δεν υφίστανται. Λυπούμεθα για αυτή την απρόσμενη κατάληξη των κόπων σας.

Advertisements
Ad 14

Ευχαριστούμε.  Με εκτίμηση  οι ιδιοκτήτες.>>

Μια μέρα θέλω να χάσω τη δουλειά μου. Να με απολύσουν δίχως αποζημίωση. Θα είναι μια μέρα όμορφη. Τα αηδόνια μάλλον εύθυμα θα τραγουδούν και ίσως εκείνη τη φορά μπορέσω να τα απολαύσω -μιας και πέρασε καιρός πολύς από την τελευταία φορά που τα απήλαυσα. Καθισμένος στο γραφείο η πόρτα θα χτυπήσει δυο φορές και ασυνείδητα το χέρι μου θα γραπώσει τα δελτία από το κάτω συρτάρι,ενώ με τη φωνή θα επιτρέπω την είσοδο. Ο προϊστάμενος διστακτικά  θα εισέλθει και εγώ θα έχω ήδη εκθέσει τα δελτία προς το μέρος του. Εκείνος τότε αρνείται, εγώ απορώ και αμέσως μου αναγγέλλει τα ευχάριστα με ύφος θλιβερό. ΄΄ Πετύχατε τα μέγιστα. Οι υπηρεσίες σας δεν κρίνονται πλέον ως απαραίτητες ΄΄. Και εγώ τότε θα σηκωθώ και θα τον αγκαλιάσω σφιχτά! Ίσως κλάψω.

Μια μέρα θέλω να χάσω την δουλειά μου. Γιατί τελείωσε πια. Ο ήλιος θα είναι λαμπερός και ίσως ξανανιώσω την ζεστασιά του τότε. Μέσα σε κούτες χάρτινες  θα συμπυκνώσω τη ζωή πολλών ετών σε αυτή την θέση και με κινήσεις βιαστικές θα εγκαταλείψω τον τόπο του εγκλήματος. Προχωρώντας προς την έξοδο του κτηρίου παρατηρώ τους υπόλοιπους συναδέλφους, τα μηχανήματα, τις αίθουσες. Όχι για να θυμούμαι νοσταλγικά, μα περισσότερο θέλοντας να ξορκίσω το κακό. Ίσως κοντοσταθώ μπροστά στην αποθήκη με τις παραλαβές. Μα ύστερα από λίγο, το βήμα μου θα ανοίξω ασφυκτιώντας προς την έξοδο. Και όταν το κατώφλι της εξόδου διασχίσω θα ανασάνω ελεύθερος! Ένα χαμόγελο σπάνιο θα ζωγραφιστεί και θα τονίσει τις βαθιές ρυτίδες του προσώπου μου. Ίσως ο ήλιος με αγγίξει, ίσως ακούσω μελωδικά τα αηδόνια τότε…

Διαβάστε επίσης  "Το γράμμα" της Ροζαλίας Παππά

Μια μέρα θα χάσω την δουλειά μου. Τότε σεμνός, θα αποχωρήσω.

Μια όμορφη μέρα θα είμαι ελεύθερος. Τη μέρα εκείνη θα βγω δίχως κάποια υποχρέωση. Μόνος. Θα αρχίσω να περπατώ και θα αφήσω τις σκέψεις ελεύθερες να με παρασύρουν. Θα διασχίσω συνοικίες και προσπερνώντας τα γνώριμα στέκια θα επισκεφθώ τις απαγορευμένες για εμένα γειτονιές. Στις γειτονιές εκείνες -λίγο έξω από τα φώτα της μεγαλούπολης-  οι άνθρωποι ζουν αλλιώς. Εκεί τα κτήρια μικραίνουν, οι άνθρωποι αλλάζουν, οι περισσότεροι χαμογελούν! Υπάρχουν και παιδιά στους δρόμους που αναζητούν ανθρωπιά. Καλοδεχούμενα στην ανθρώπινη αυτή γειτονιά. Οι εξόριστοι των μεγαλουπόλεων. Παιδιά πολέμου, φυσικών καταστροφών,πρόωροι ενήλικες χωρίς ηλικία. Και αν καμιά φορά τύχει και περνώ από τις γειτονιές αυτές, χώνω αμέσως το χέρι στην τσέπη αναζητώντας τα νομίσματα. Περνώντας από μπροστά τους, κλείνω σφιχτά τα μάτια και τα ρίχνω, χωρίς να σταματήσω να περπατώ, στο τσίγκινο πιάτο. Τα νομίσματα πέφτοντας ηχούν και σχηματίζουν τη μελωδία της ευτυχίας τους. Τότε κλείνω και τα αυτιά μου πριν εκείνα με ευχαριστήσουν και επιταχύνω το βήμα μου. Δεν γυρίζω ποτέ πίσω. Στους δρόμους εκείνους περπατώ σκυφτός και πάει καιρός πολύς που παρατήρησα τους ανθρώπους. Και κάθε φορά ύστερα από αυτή τη φευγαλέα ευτυχία που τους προσφέρω, τρέχω σχεδόν, θέλοντας να ξεφύγω. Φοβάμαι. Φοβάμαι να γυρίσω το κεφάλι, να δω τα πρόσωπά τους γεμάτα ευγνωμοσύνη να με ευχαριστούν, γιατί πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα ξέρει! Ένας οργισμένος έφηβος, μια παράλυτη νέα, ένα ορφανό παιδί, που έχοντας άγνοια φόβου, αναγνωρίζοντάς με θα μου φωνάξει δυνατά:΄΄Δολοφόνε!΄΄

Εκείνη όμως τη μέρα συνειδητά θα επισκεφθώ τις γειτονιές αυτές. Το βήμα μου πιο ήρεμο, μάλλον θα κλωτσάω οδηγώντας το ένα πετραδάκι από τον ερημωμένο χωμάτινο δρόμο που ενώνει τους δύο κόσμους. Το χέρι μου ήδη στην τσέπη αναζητά  τα νομίσματα, ενώ η ανάγκη μου να μιλήσω αυτή την στιγμή μεταφράζεται σε σφύριγμα περίεργο που συγχρονίζεται και δημιουργεί ρυθμό με το ξενιτεμένο πετραδάκι. Βρίσκομαι στην όμορφη αυτή γειτονιά, μα αυτή τη φορά όχι σαν ξένος. Περπατώ απολαμβάνοντας. Παρατηρώ  τους ελεύθερους ανθρώπους και πια αισθάνομαι σαν ένας από αυτούς. Φτάνω στα παιδιά. Από το χέρι μου θα φύγουν τα νομίσματα και εκείνη τη φορά δεν θα είμαι σκυφτός μήτε θα φύγω σαν κυνηγημένος. Θα ακούσω με χαρά την ευχαρίστησή τους. Και ενώ απομακρύνομαι, ίσως γυρίσω το κεφάλι. Ίσως μπορέσω να τα αντικρίσω χωρίς φόβο τότε.

Διαβάστε επίσης  "Πότε έρχεται ο έρωτας;'' της Valerie

 

Τις νύχτες συχνά βασανίζομαι. Το σώμα κουρασμένο αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις ακόρεστες απαιτήσεις της ψυχής. Μια ψυχή αδρανής τη μέρα, που μανιωδώς αναζητά το ξέσπασμα. Τα μάτια ορθάνοιχτα πολλές φορές μέχρι το ξημέρωμα, αναπολούν τις εικόνες που αντιμετώπισαν και το μυαλό αγανακτά με την αντίδραση και λυπάται για την απραγία. Το σώμα θλιβερά στριφογυρνά στο άδειο κρεβάτι δίχως αιτία. Ελλείψει αντοχών τα μάτια κάποτε κλείνουν και γελιέμαι θαρρώντας πως μου χαρίζουν την ευτυχία. Το σώμα ηρεμεί. Ύστερα από λίγο όμως πάντα η ίδια εικόνα. Πάντοτε ο ίδιος σύντομος μη διαχειρίσιμος εφιάλτης εμφανίζεται και με ταράζει.  Η εικόνα ίδια: ένα παιδί στα δώδεκα περίπου χρόνια, στέκεται ανάμεσα σε άλλα παιδιά που ωρύονται σε κατάσταση πανικού, ενώ βομβαρδίζεται η παλιά μου γειτονιά. Το παιδί ήρεμο, έρχεται σιγά-σιγά  προς το μέρος μου. Μου χαμογελά και ήρεμα με ρωτά δείχνοντας μου προς το κατεστραμμένο τοπίο των παιδικών μου χρόνων. ΄΄Αυτό ονειρεύτηκες;΄΄ Και εγώ τότε θέλω να μιλήσω, να του εξηγήσω, να φωνάξω πως αγαπώ την ειρήνη, τη ζωή, μα κοιτώ και στα χέρια μου κρατώ ένα πιστόλι που σημαδεύει. Κοιτώ το παιδί. Μου μοιάζει. Ξυπνώ τρομαγμένος. Πολλές φορές τινάζομαι και ξεχνώντας αναζητώ το διπλανό σώμα. Μα αγκαλιάζω κούφια ύλη- πάει καιρός που δεν μοιραζόμαστε το ίδιο κρεβάτι- και τότε νιώθω ακόμη πιο μόνος. Τα γλυκά χαπάκια στο τρίτο συρτάρι με λυτρώνουν προσφέροντάς μου τη πολυπόθητη ηρεμία.

Την νύχτα εκείνη θα είμαι ήρεμος.  Ήρεμος ύστερα από καιρό. Είμαι ευτυχισμένος.

Εκείνη η μέρα θα είναι πράγματι όμορφη πολύ. Ο ήλιος, τα αηδόνια, ο αέρας, ο ήσυχος ύπνος…

 

Περασμένα μεσάνυχτα πάλι και εγώ αρνούμαι να παραδοθώ στα γλυκά χάπια, υποκατάστατο τεχνητό, για να γιατρέψω τον πόνο μου. Ο εφιάλτης, το άδειο κρεβάτι, το κουρασμένο σώμα που στριφογυρνά, με βασάνισαν για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά όμως το γιατρικό δεν βρίσκεται στο τρίτο συρτάρι. Αναποδογυρίζω παλαιότερα δελτία αποστολής παίρνω ένα μολύβι από το πάνω ράφι και γράφω. Γράφω για την όμορφη εκείνη μέρα με τον ήλιο, τα αηδόνια. Γράφω με μανία. Να βγει αυτή η ανάγκη που χρόνια ολόκληρα με τρώει σχολαστικά, νωχελικά σχεδόν, επιδιώκοντας την αγανάκτηση. Σκεπτόμενος την όμορφη εκδοχή της ζωής μου την συγκρίνω με την πραγματική. Το γραφείο, τις υπογραφές, τα όπλα. Νωρίς το πρωί οι εισαγωγές, ο έλεγχος, οι τελικές βελτιώσεις, δελτία αποστολής, οι υπογραφές και αργά το βράδυ αποστολή στον τελικό προορισμό. Και εμείς απλοί εκτελεστές των εντολών. Και αν κάτι αλλάξει στην ροή, πάντοτε κάτι χάνεται. Και δεν υπάρχουν περιθώρια πολλά για λάθη μέσα σε αυτή την τρέλα. Τη χειρότερη από όλες τις άλλες υστερίες και κρίσεις. Την τρέλα του πολέμου…

Διαβάστε επίσης  ΑΥΤΑΠ…ΑΤΗ του Δημήτρη Τσιρπανλή

Εμείς απλά τροφοδοτούμε. Συνεχίζουμε σε μια πορεία, μια ιστορία που φαντάζει ατέρμονο κακοτράχυλο μονοπάτι. Εμείς! Υπάλληλοι μιας τρέλας που αν σταματήσει κάποτε και χάσουμε όλοι τη δουλειά μας  σίγουρα κάποιοι θα υποκύψουν. Απόλυση, ανεργία, φτώχεια, διαδοχικές ενέργειες που κάποιοι δεν θα αντέξουν. Μα εγώ καρτερώ τη μέρα εκείνη. Και την φαντάζομαι όμορφη. Ψευδαισθήσεις παράλογες στην πραγματικότητα, που δεν πρόκειται να συμβούν.

Ύστερα από τον εφιάλτη πάντα ξυπνώ και μέσα στην ταραχή προσπαθώ να παρηγορηθώ. Ψιθυρίζω λόγια ήρεμα και επιβεβαιώνω την ανυπαρξία της προηγούμενης σκηνής που με αναστάτωσε. Εντοπίζω σε αυτή τη τρέλα, την ασάφεια, το ψέμα. Μα βαθειά μέσα μου γνωρίζω πόσο αληθινή είναι αυτή η εικόνα που χρόνια τώρα προσπαθεί να ταράξει τον, προστατευμένο από τα όνειρα,  κόσμο μου. Προσπαθεί να με ξυπνήσει!  Το παιδί, το σχολείο, παιδικά όνειρα και ελπίδες που συγχωνεύτηκαν σε ένα γραφείο και με μεταμόρφωσαν σε απλό εκτελεστή. Εκτελεστή εντολών. Εκτελεστή ανθρώπινων ψυχών με το όπλο που κρατώ στο χέρι και σημαδεύει. ΄΄Αυτό ονειρεύτηκες;΄΄ ηχεί ξανά η αθώα ερώτηση του παιδιού με τα μεγάλα πράσινα μάτια στα αυτιά μου. Και ο φόβος μου για τα παιδιά του δρόμου, ο φόβος για την αναγνώριση, είναι ο ίδιος που καιρό τώρα δε με αφήνει να νιώσω το άγγιγμα του ήλιου, να ακούσω μελωδικά τα αηδόνια. Και περιμένω ο πόλεμος να σταματήσει, να έρθει η όμορφη εκείνη ημέρα, ενώ εγώ ο ίδιος μπορώ να τον τερματίσω. Ναι είμαι ισχυρός! Πολλές φορές περνώντας από την αποθήκη με τις παραλαβές, αντικρίζοντας τις υπογραφές που ζητιανεύω, παραδίδοντας τα δελτία αποστολής έχω σκεφτεί να αντιδράσω, να εμποδίσω, να καταστρέψω. Μα πάντοτε φοβάμαι. Φοβάμαι τον προϊστάμενο, το αβέβαιο, το μετά. Γιατί είμαι ισχυρός και ανίσχυρος μαζί .

Είμαι ένας δειλός λοιπόν! Ένας δειλός δολοφόνος που εξολοθρεύει με τον πιο ανέντιμο τρόπο. Ένας δειλός που μέσα στην ατέρμονη αυτή τρέλα επιβιώνει! Από αυτήν επιβιώνει! Ένοχος! Ένας απαίσιος ένοχος που δίκαια θα κριθεί και θα καταδικαστεί. Ας σημειωθεί μονάχα πως είμαι δυστυχής.

Κράτα το

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

CES 2024- Όσα είδαμε στην έκθεση στο Las Vegas και μας εντυπωσίασαν

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος πραγματοποιήθηκε στο Λας Βέγκας
Ρωμέικη διάλεκτος

Ρωμέικη διάλεκτος : Ένα Αρχαίο Κεφάλαιο στη Γλωσσική Κληρονομιά

Ρίζες και ιστορία της Ρωμέικης διαλέκτουΗ Ρωμέικη διάλεκτος (Romeyka) είναι