ΑΥΤΑΠ…ΑΤΗ του Δημήτρη Τσιρπανλή

« Μια ηδονή πάντα τραβούσε τους ανθρώπους αλυσοδεμένους να διαλέγουν το περιττό. Λένε οι άνθρωποι , μάχονται, τραβούν  μια διαχωριστική γραμμή και θυσιάζονται στο βωμό του περιττού . Και πάντα ξεχνούν ότι όλα είναι λιτά κάτω από το φως που ρίχνει ο προβολέας του νου πάνω σε κενά πράγματα.  Μέσα σ την Άτη που έστελναν οι Ολύμπιοι για να καθοδηγούν τις ζωές των θνητών εθελοτυφλούμε.   Ένα κομπολόι από χιλιοπαιγμένο κεχριμπάρι οι ζωές μας ,στα πανούργα χέρια της ίδιας μας της πλάνης . Και ο ήλιος μια τεράστια λάμπα. Τελικά αν κάποιος , κάποτε σβήσει τα φώτα δεν θα υπάρξει τίποτα.» αυτά ήταν μερικά από τα τελευτά λόγια του παππού μου , που όντας γέρος πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις αχαλίνωτες αναδρομές στα απάνεμα λιμάνια της  μνήμης.

Ήταν άνθρωπος ηπίων τόνων , λογικός, αλτρουιστής πέρα ως πέρα,  με ένα χαμόγελο που ζέστανε όλους όσους ακούμπησαν τη ζωή του. Ήταν ένα πραγματικό πρότυπο ζωής , ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους προορίστηκε ο παράδεισος.  Μα πάντα μέσα στα μάτια του μάντευες μια μελαγχολία διάχυτη να διαπερνά  όλες του τις σκέψεις . «Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν αντέχουν την πεζότητα της καθημερινότητας.  Αν δεν σου λείπει κάτι, τελειώνει το ταξίδι και μένεις έρμαιο της συνήθειας.  Όλα όσα χρειαζόμουν ήταν γραμμένα μέσα σε ένα βιβλίο.»  Μου εκμυστηρευτικέ ένα βράδυ που καθόμασταν στην μεγάλη αυλή του σπιτιού του.  Για συντροφιά είχαμε τον έναστρο ουρανό, την βραδινή ευφορία της καλοκαιρινής δροσιάς και την μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού, καθώς η γιαγιά λίγο παραδίπλα είχε βαλθεί να μάχεται με κάποιον επίμονο λεκέ σε κάποιο από τα κάτασπρα σεμεδάκια.  « Και το βιβλίο χάθηκε, και μαζί του παραλίγο να χάσω κι εγώ . Όχι δεν μετανιώνω αν αναρωτιέσαι αυτό. Η μετάνοια είναι για τους ισχυρούς , οι υπόλοιποι απλά προσποιούμαστε ότι μας αδίκησε η μοίρα και η τύχη. Εγώ πέτυχα το ιδανικό με αντάλλαγμα λίγη μελαγχολία και  ρίσκο» απολογήθηκε.  Θα σου πω την ιστορία του ταξιδιού της ζωής μου, μα μη με διακόψεις . Η ζωή δεν διακόπτεται και το ίδιο είθισται να συμβαίνει και στην ιστορία της.» Συγκατένευσα με ένα ταρακούνημα του κεφαλιού,  και μου αποκάλυψε το μεγάλο σταυροδρόμι στο ταξίδι της ζωής του:

Διαβάστε επίσης  Κι όμως μπορεί! της Ε.Χ.

« 1952 ήταν η χρόνια.  Και μέσα σε ένα μεγάλο καινούριο βαγόνι, που σίγουρα τώρα κάπου κείτεται σκουριασμένο,  πήγαινα στην Αθήνα παρέα με ένα προδιαγεγραμμένο λαμπρό μέλλον. Τότε βέβαια τα τραίνα ήταν λίγο μεγαλύτερα από τα τωρινά, πιθανότατα λόγο του «αι» που βιαστήκαμε να το συντομεύσουμε σε «ε». τι να κάνεις διαχρονική συνήθεια η βιασύνη!   Νέος  λοιπόν συγγραφέας, με πολύ καλές κριτικές (είχαν δημοσιευτεί τότε κάτι σαχλά  ποιήματα μου σε μια εφημερίδα και είχαν πάρει πολύ καλές κριτικές! ) πήγαινα στην πρωτεύουσα να συναντηθώ με έναν εκδοτικό οίκο που ήθελε να εκδώσει ένα μυθιστόρημα μου. Οι  εποχές ήταν φτωχικές. Η για να το θέσω καλύτερα ήταν η εποχή του «λίγο».  Λίγοι οι εκδοτικοί οίκοι, λίγα τα χρήματα , αλλά κυρίως  λίγα τα όνειρα των ανθρώπων!  Που λεφτά για φωτοτυπίες; Και που πίστη για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο; Ο συμβιβασμός ήταν η πραγματικότητα, η επιβίωση, όπως θα έλεγε και ο Καρυωτάκης: «η ποίηση,  βάρος περιττό». Για αυτό το κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου σαν θησαυρό. Τόσο προσηλωμένος ήμουν στη φύλαξη του που δεν υπήρχε χρόνος ούτε για μια βιαστική μάτια στον περιρρέοντα χώρο του τρένου.

Advertisements
Ad 14

Και απέναντι ένα κορίτσι με χαμηλωμένο το κεφάλι. Σαν να κοίταζε εκεί στα ποδαράκια  της  το περίεργο συναίσθημα που είχε πέσει απ’ τη ψυχή μου στο πάτωμα, ότι κάπου ανήκε στη ζωή μου.  Ξάφνου τα βλέμματα μας διασταυρωθήκανε . Πήγα κάτι να πω ,  Φάνηκε σαν να πήγε κάτι να πει και εκείνη. Σιωπήσαμε και οι δυο… Πέρασε ο εισπράκτορας  και  ρώτησα πόσο δρόμος έμενε ακόμα μέχρι την Αθήνα. Μια στιγμούλα…. Εεεε…..  Δυο στάσεις…  η τελευταία  είναι τώρα  απάντησε . Κι όμως είχε δίκιο μια στιγμούλα απέμενε και μια επιλογή. Σε μια στιγμούλα λαμβάνονται όλες οι μεγάλες αποφάσεις .  Σηκώθηκα αν και δεν ήταν αυτή η στάση μου παρατώντας όλα μου τα όνειρα και όλο μου το μέλλον στο λερωμένο κάθισμα ενός σκουριασμένου τρένου.  « Κύριε! Κάτι ξεχάσατε» φώναξε η κοπέλα, μα δεν γύρισα.  Η απόφαση ήταν ειλημμένη. Και η φράση της αυτή παραμένει σαν μια προτροπή να ξεχάσω. Μέσα στο συγκεχυμένο πλυντήριο του ασπρόμαυρου μυαλού μου ή φράση αυτή με έπεισε να ξεχάσω.  Δεν λυπήθηκα τις φωνές από τους γονείς μου και τον εκδοτικό οίκο , τα τελευταία μου χρήματα που ξόδεψα για αυτό το ταξίδι, τη ζωή και τη δόξα που έχασα.  Ήξερα πως εκεί στο τρένο συνάντησα τον έρωτα της ζωής μου και ότι ο μόνος συνδετικός κρίκος ήταν αυτό το βιβλίο. Θα μου πεις τώρα και που το ήξερα αφού δεν ανταλλάξαμε ούτε κουβέντα; Κι όμως ο έρωτας είναι μουγγός, τα λόγια τον φθείρουν και καταστρέφουν τον πυρήνα της αοριστίας του. Ο έρωτας είναι μια γενική αίσθηση. Αλλά κυρίως είναι μια θυσία.  Για αυτό και ήξερα.   Έπρεπε να το θυσιάσω το βιβλίο… σταμάτησα και να γράφω γενικά.  Εξάλλου δεν γίνονται και τα δύο.  Ή θα ζήσεις τη ζωή σου ή θα τη γράψεις»

Διαβάστε επίσης  "Τρεις Ιστορίες" της Στέλλας Χριστοφόρου

Έμεινα άφωνος για λίγο ακούγοντας αυτή την εξομολόγηση από τον παππού μου  μα μετά τον παρακάλεσα να μου πει το τέλος της ιστορίας.

« Είπαμε βρε Δημητράκη η ιστορία δεν διακόπτεται, η ιστορία της ζωής μας δεν τελειώνει…»

Αυτά είπε ένα βράδυ ο παππούς μου και λίγο αργότερα έφυγε για το μέρος στο οποίο αξίζουν τέτοιες ψυχές να βρίσκουν τη γαλήνη τους. Έμεινε η απορία του τέλους, ως που μια μέρα αποφάσισα να ρωτήσω τη γιαγιά μου.

« Δεν περίμενα ότι ο παππούς σου, θα αποκάλυπτε πότε το μεγάλο του μυστικό.  Σου είχε τόση αδυναμία…  Αφού έγινε το συνοικέσιο και βρεθήκαμε ξανά με τον παππού σου μια μέρα, με πήρε παράμερα και μου απολογήθηκε. Είπε ότι είχε ερωτευτεί κάποια μέσα σε ένα τρένο , πως όποιος αγαπάει , αγαπάει μονάχα για μια φόρα, και πως ήθελε να τα ξέρω όλα αυτά πρώτου προχωρούσε το προξενιό και φυσικά και ο γάμος. Θυμάμαι μου ζήτησε να μην τον διακόψω, ότι κι αν είχα να πω, απλά να του έλεγα αν θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου μαζί του. Του είπα ναι δίχως δεύτερη σκέψη. Μην παραξενεύεσαι  Δημητράκη μου, δεν έχει τελειώσει ακόμα η ιστορία. Μπορεί να φαίνεται αυτό που έκανα λάθος , αλλά δεν ήταν. Στις προδιαγεγραμμένες ράγες του τρένο της ζωής οι συμπτώσεις και η απρόσμενη γοητεία τους είναι πολύ συνηθισμένες. Όλα συνδέονται με μια αόρατη κλωστή και μοίρες γερασμένες και κουρασμένες μπερδεύουν συνέχεια τα νήματα.  Εξάλλου η μεγαλύτερη ομορφιά στον έρωτα είναι να μείνει εξιδανικευμένος και ο μόνος τρόπος για να παραμείνει ζωντανός  είναι να σταθεί ανεκπλήρωτος όσο κι αν πονάει αυτό. Αλλιώς τρίβεται με την ρουτίνα και ξεφτίζει.  Μα η ιστορία δεν τέλειωσε ακόμα.  Ένα βράδυ μετά το γάμο πήγα και βόλεψα το βιβλίο του παππού σου -Ναι εκείνο που ξέχασε στο τρένο- στη βιβλιοθήκη και περίμενα να δω πως θα αντιδράσει, αν θα συνέχιζε να προσποιείται ότι δεν με κατάλαβε.  Δυο μέρες αργότερα τον είδα να πηγαίνει και να ρίχνει επίτηδες το βιβλίο πίσω από την εντοιχισμένη βιβλιοθήκη. Ξέραμε και οι δυο πως θα κρατούσαμε καλά το μυστικό μας ,  την εξιδανίκευση του έρωτα μας τρεφόμενοι από την ίδια μας την αυταπάτη και τα καταφέραμε : Ποιος είπε ότι η προσποίηση δεν βοηθά; Ποιος, ότι το καλοκαίρι δεν κρατά για πάντα ; Όλα είναι εφικτά.  Ζήσαμε μαζί ερωτευμένοι τον ανεκπλήρωτο έρωτα μας ως το τέλος…

Διαβάστε επίσης  "Η τελευταία μέρα μου στην γη" της Stargazer

Κράτα το

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

The Turkish Detective: Εγκλήματα με άρωμα… Κωνσταντινούπολης

Εγκλήματα στην ΠόληΗ σειρά The Turkish Detective είναι από εκείνες
Η ψυχοθεραπεία σκοτώνει τον έρωτα;

Η ψυχοθεραπεία σκοτώνει τον έρωτα;

Έρωτας και ψυχοθεραπεία – έννοιες ασύμβατεςΗ Κόλαση του Δάντη μοιάζει