

Οι χωροφύλακες απαγορεύανε την πάλη των τάξεων, το «πτύειν επί του δαπέδου» και τον Μενέλαο Λουντέμη. Φυσικά και την πληρωμή του λογαριασμού με το αριστερό χέρι, την ακρόαση του Μίκη και την ανάγνωση της «Αυγής».
Πλησιάζανε Χριστούγεννα. Στο Γυμνάσιο μπήκε θέμα στην έκθεση: «Η σημασία της παρουσίας των εικόνων στην Εκκλησία». Τα παιδιά αρπάξανε το θέμα και πυρετωδώς άρχισαν να γράφουν. Στην δεξιά άκρη της τάξης καθόταν ένα παιδί ασήμαντης εμφάνισης, που κοίταζε μπροστά του σαν χαμένο. Ήταν φανερό ότι δεν ήξερε τι να γράψει. Η καθηγήτρια το πρόσεξε:
- Τι συμβαίνει, νεαρέ;, – είπε ύφος. – Δεν σε ενδιαφέρει το θέμα;
- Δεν ξέρω… – αποκρίθηκε ο μαθητής και κόλλησε…
- Κυρία, κυρία! – πετάχτηκε κάποιος άλλος, – ήρθε απ΄ έξω και δεν ξέρει Θρησκευτικά!
Η άρνηση των θεμάτων της εκκλησίας ήταν εθνικό παράπτωμα που σήκωνε μέχρι αποβολή από το σχολείο. Σε γραφείο τρία επί τρία μαζεύτηκε όλη η καθηγητική σοφία του σχολείου να αποφασίσει την τιμωρία του μαθητή, που δεν ρωτήθηκε γιατί δεν έγραψε έκθεση. Ο δάσκαλος των Αγγλικών, ο κοσμογυρισμένος πρώην καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού, κ. Μ. πήρε τον λόγο.
- Είμαστε με τα καλά μας;!… Σε λίγο θα ξαναδικάσουμε τον Τζορντάνο Μπρούνο! Είναι παιδί 14 ετών, που γεννήθηκε έξω και επαναπατρίστηκε από την Σοβιετία πριν τρεις μήνες. Δεν ντρεπόμαστε λίγο!
Την κατάσταση έσωσε η ίδια η εμπλεκόμενη φιλόλογος.
- Εγώ φταίω, το πήρα στραβά! Θα του πω να γράψει ένα διήγημα με φόντο την γιορτή των Χριστουγέννων. Ας μην το συνεχίσουμε, είμαι σίγουρη όλα θα πάνε καλά.
Το παιδί ήμουν εγώ. Κάθε εβδομάδα την μητέρα μου την καλούσανε στην ασφάλεια. Περνάς καλά; «εκεί ήσουν καλύτερα;» ο γιός σου έχει ένα κόκκινο μπλουζάκι με στάμπα στο στήθος, τι σημαίνει αυτό;, τον είδαμε στο πάρκο με τον Π., τον κομμουνισταρά, τις προάλλες άκουγε το «Μαουτχάουζεν», τα έχει με την Θεοπούλα, δεν έγραψε έκθεση στο Γυμνάσιο…
- Πρόσεχε, παιδί μου! – έλεγε η μητέρα.
Κάθισα να σκεφτώ. Πρέπει να γράψω έκθεση. Κατά τα φαινόμενα τα Χριστούγεννα είναι μεγάλη γιορτή. Τις γιορτές κάνουμε δώρα. Ο Τάκης δεν είχε λεφτά για δώρα. Θα τον στείλω να βγάλει λεφτά. Που όμως; Έβαλα το στυλό στο στόμα. Μμμ…, μα που αλλού, στο κέντρο! Έβαλα, λοιπόν, τον Τάκη να ψάξει για δουλειά στο κέντρο της πόλης. Εκεί είδε το φορτηγό γεμάτο με ηλεκτρικές συσκευές.
- Κύριε, απευθύνθηκε ο Τάκης στον οδηγό, – να ξεφορτώσω;
Ο φαλάκρας μούγκρισε κάτι που έμοιαζε με «ναι». Αργότερα γενναιόδωρα του έδωσε δέκα δραχμές. Λίγα, μάλλον! Έστειλα τον Τάκη παρακάτω στην Μητροπόλεως. Είδε τον κουρέα να ξεπροβοδάει τον πελάτη, ξεσκονίζοντάς τον με μια μεγάλη ξανθιά βούρτσα. Ο πελάτης έβαλε το λιπαρό του χέρι στην τσέπη και έδωσε κάποιο νόμισμα σαν πουρμπουάρ. Πλησίασα τον κουρέα:
- Να το κάνω εγώ το ξεσκόνισμα;
- Δεν μπορώ να σε πληρώσω, καλέ μου! – ήταν η θλιμμένη απάντηση.
- Δεν πειράζει, το πουρμπουάρ φθάνει!
Ο Τάκης άρπαξε την σκούπα, μετά την σφουγγαρίστρα, μετά τα εργαλεία… και τα έκανε όλα λαμπίκο. Περιποιήθηκε τους πελάτες, τους έφερνε τα τσιγάρα, τους ξεσκόνιζε, τους κουβάλησε τα ψώνια, τους έλεγε αστεία… Τράβηξε τρεις μέρες η υπόθεση. Ήρθε η προπαραμονή. Εννέα και μισή το βράδυ κλείσανε. Ο κουρέας έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μερικά νομίσματα:
- Πάρε αυτά! Όταν άνοιξα αυτό το μαγαζί ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερος από σένα. Τώρα έχω δύο παιδιά. Αγόρασε κάνα δώρο στην μάνα σου! Και καλά Χριστούγεννα!
Ο Τάκης πήρε τα χρήματα, χωρίς τύψεις. Λίγο πιο πριν είχε αφήσει λεφτά από τα δώρα των πελατών στο τραπεζάκι, κάτω από τις εφημερίδες. Ήθελε να ευχαριστήσει τον κουρασμένο κουρέα, αλλά προτίμησε να φύγει γρήγορα, πριν εκείνος προσέξει την συγκίνησή του. Το βράδυ μέτρησε τα χρήματα και του φτάνανε μια χαρά για δώρα. Τον λύπησε η σκέψη ότι για τις κολακείες του δίνανε πολλαπλάσια από την κουρευτική τέχνη.
Ξανάβαλα το στυλό στο στόμα. Έχει λεφτά ο Τάκης. Σε ποιόν θα κάνει τα δώρα του; Έτσι κατασκεύασα άλλον ήρωα, την Σοφία, την αδελφή του Τάκη. Την έστειλα στην Μητρόπολη. Η ευγενική μορφή του παπά λειτούργησε:
- Ναι, κορίτσι μου, καθάρισε την αυλή και έλα να σε πληρώσω!
Μετά σιδέρωσε στην κυρία Πόπη, ζύμωσε στην κυρία Κατίνα και έπλυνε ρούχα στην κυρία Βάσω. Έβγαλε περισσότερα από πέντε φορτηγά με συσκευές για ξεφόρτωμα.
Τα Χριστούγεννα τα αδέλφια στήσανε ένα μικρό δεντράκι με λαμπιόνια. Η Σοφία πήρε σαν δώρο την αγαπημένη της κούκλα με χειροποίητα ζωγραφισμένα μάτια. Η μητέρα πήρε ένα κεντητό μαντήλι. Ο Τάκης ξετύλιξε το πακέτο του και έμεινε: ήταν βιβλίο, το «Κάστρο» του Κρόνιν. Αυτό θα τον συνόδευε κι αργότερα στις εξετάσεις στην Ιατρική.
Εκεί το τέλειωσα το παραμύθι και το παρέδωσα στην φιλόλογο. Η έκθεση περιείχε μεγάλες αλήθειες. Κρίμα που έπρεπε να βαθμολογηθεί.
Η είσοδος στην τάξη της φιλολόγου εκείνη την μέρα είχε ατμόσφαιρα επισημότητας. Με φώναξε στην έδρα και μου παρέδωσε την έκθεσή μου. Η φωνή της δεν είχε σταθερότητα.
- Ο συμμαθητής σας έγραψε καλή έκθεση!.. Κάθισε κάτω, παιδί μου! Τώρα δεν έχουμε άλλες εκκρεμότητες! – τα μάτια της ήταν δακρυσμένα, για κάποιον λόγο…
Άνοιξα την έκθεση. Με κόκκινα γράμματα φαινότανε το 20΄. Από κάτω ήταν γραμμένο «ότι καλύτερο έχω διαβάσει σε έκθεση μαθητή».
Περπατούσα στους δρόμους και τραγουδούσα μέσα μου. Οι πινακίδες «μην πατάτε την χλόη», «μην υβρίζετε τα θεία» μου φαινότανε αστείες. Το πάρκο της πόλης ήταν υπέροχο. Δεν με φόβιζε πια η πατρίδα μου. Μέχρι να φτάσω στο σχολείο. Στην ώρα των μαθηματικών. Ο κύριος ήταν σύζυγος της φιλολόγου. Χλωμός σαν τον νεκρό, αδύνατος σαν τον φυματικό και επικίνδυνος σαν την έχιδνα. Ήταν ο Γυμνασιάρχης.
- Σκάστε! – η πρώτη υποδοχή στο μάθημα. – εδώ μιλάμε για αριθμούς, εδώ δεν ισχύουν τα Χριστούγεννα! Εσύ, για παράδειγμα,… – έδειξε με το δάκτυλο προς το μέρος μου, σα να με εκτελούσε στα έξη μέτρα. Ένιωσα ξανά τον κίνδυνο… – έλα πάνω και γράψε μας το θεώρημα του Θαλή!
Σηκώθηκα και πήγα στον πίνακα. Άρχισα να γράφω πυρετωδώς και τέλειωσα πολύ γρήγορα. Εκείνος το κοίταξε και έφτυσε:
- Τι είναι αυτό;!
- Το θεώρημα και τα πορίσματα! – είπα θαρραλέα.
- Και ποιος σου ζήτησε τα πορίσματα;! Τα πορίσματα θα τα πούμε του χρόνου! Είσαι άσχετος, καλά το κατάλαβα! Εδώ που τα λέμε, “εκεί” ήσασταν όλοι ίσοι;…
- Ναι! Στα νεκροταφεία τους ήταν όλοι ίσοι!
Στο τέλος της χρονιάς μου έβαλε έντεκα στα Μαθηματικά. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Κρατούσα το ετήσιο έλεγχο και πονούσε το στομάχι μου. Πήγα όμως να βρω το Γυμναστή.
- Κύριε Δ.! Γιατί μου βάλατε έντεκα στην Γυμναστική;
- Γιατί δεν συμμετείχες:
- Που δεν συμμετείχα; Δεν πήρα το διασχολικό πρωτάθλημα στο βόλεϊ; Δεν βγήκα ένατος στο πανελλήνιο διασυλλογικό στο σκάκι; δεν βγήκα τρίτος στο διασχολικό του μπάσκετ; Δεν έτρεξα τον δρόμο αντοχής των δέκα χιλιομέτρων, δεν πήρα ζώνη στην πάλη;
- Δεν επαναλάμβανες μετά από μένα το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», στο ζητούσα δεκάδες φορές ! Τι βαθμό ήθελες;
- Τον ίδιο που πήρε η πρώτη, που ήθελε βοήθεια σε εμπόδιο δώδεκα εκατοστών.
- Καλά, δεν ξέρεις τον πατέρα της που είναι φρούραρχος;
Η εποχή δεν ήταν μαύρη. Είχε πολλά όμορφα. Το γυναικείο καλτσόν για παράδειγμα. Το πιο σίγουρο εμπόδιο στις παρορμήσεις των εφήβων. Τις μισάνοιχτες γρίλιες. Τις κιθάρες κάτω από τα παράθυρα και τα τραγούδια για αυτόν που φεύγει! Το θέατρο στο ραδιόφωνο! Την φιλία των αντρών! Το σχολείο με τους συνθλιμμένους καθηγητές, που διαβάζανε κρυφά τον Καζαντζάκη και φανερά τον Ρομαίν Ρολάν.
Το ασπρόμαυρο είναι πιο δραματικό και πιο αληθινό. Και είναι πιο σαφές!
Πηγή φωτογραφίας:
https://aria-art.ru/0/D/Doroga/1.html