

Όταν ήταν ακόμη παιδί, η μητέρα του Massimo τον κρατούσε αγκαλιά και του έκλεινε τα μάτια στις τρομακτικές σκηνές που παρακολουθούσαν μαζί στην τηλεόραση. Τον προστάτευε από μια εικονική απειλή, μα δεν κατάφερε να τον προστατεύσει από τη δική της απώλεια, ένα σκοτεινό βράδυ που εκείνος, μόλις εννέα χρόνων, κοιμόταν ανυποψίαστος στο δωμάτιό του. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της, ο ενήλικος πλέον πρωταγωνιστής (Valerio Mastandrea) εργάζεται ως δημοσιογράφος, βλέπει σπανίως τον πατέρα του και συνεχίζει να καταπιέζει μέσα του τα ίχνη μιας αλήθειας που κρύβεται σε κοινή θέα, όσο ο ίδιος αρνείται να την παραδεχθεί.
«Όνειρα Γλυκά» του ψιθύρισε η μητέρα του στο αυτί εκείνη τη νύχτα… και αυτή η φράση έγινε ο τίτλος της ταινίας με την οποία ο Ιταλός σκηνοθέτης Marco Bellocchio ανοίγει ένα παράθυρο στο παρελθόν και το παρόν ενός αγοριού που έχασε το στήριγμά του. Με έντονο το θρησκευτικό-πνευματικό στοιχείο καθώς και τo θέμα της πίστης και της αμφισβήτησης αυτής, το «Fai Bei Sogni» ξεδιπλώνεται σχεδόν ποιητικά, παίζοντας με το σκοτάδι και τα ταλαιπωρημένα βλέμματα των ηρώων του. Στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο Danielle Cipri, εκμεταλλεύεται τις σκιές της νύχτας, τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια μιας καθ’ όλα μελαγχολικής χρονιάς, τη θέα των κλασσικών, ξύλινων επίπλων που συνοδεύουν ένα φαινομενικά αυτάρκες σπιτικό που ξαφνικά έχασε τη ζωντάνια του.
Το κλίμα της ταινίας δεν αποτελεί έκπληξη, μιας και αυτή βασίζεται στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα Massimo Gramellini, που κυκλοφόρησε το 2012 και πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. Ακολουθώντας την εσωτερική εξερεύνηση της αγάπης του επίσης πετυχημένου «L’Ultima Riga delle Favole», πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημα του Gramellini, ο οποίος γράφει με χαρακτηριστική καυστικότητα, χιούμορ και ειρωνεία, με μια βαθιά, καμουφλαρισμένη ευαισθησία. Ο Bellocchio, συνυπογράφοντας το σενάριο με τους Edoardo Albinati και Valia Santella έχει δημιουργήσει ένα οπτικοακουστικό αποτέλεσμα που θυμίζει το ύφος του συγγραφέα και προκαλεί συναισθήματα ανάλογα με εκείνα του γραπτού υλικού.
Με διάρκεια λίγο μεγαλύτερη των δύο ωρών η ταινία μοιάζει κάποτε λιγάκι αργή, μα όχι σε ενοχλητικό βαθμό. Τουλάχιστον όχι για τον θεατή που έχει τη διάθεση να παραδοθεί στην υποβλητικότητά της, στην αρμονική συνύπαρξη κειμένου, μουσικής και φωτογραφίας και κυρίως σ’ εκείνο το δυσβάσταχτο βάρος στο στήθος που κυριαρχεί μέχρι να έρθει, επιτέλους, η στιγμή της κάθαρσης. Το «Fai Bei Sogni» είναι αξιόλογο, όχι λόγω της ιστορίας του, που έχει αποτελέσει αφετηρία πολλών κινηματογραφικών έργων, αλλά επειδή δημιουργοί και ηθοποιοί κατάφεραν να υπηρετήσουν αξιοπρεπώς την λογοτεχνική πηγή του.