

Ο Βρετανός σκηνοθέτης, Νίκολας Ρεγκ, γνωστός για θρυλικές ταινίες, όπως το «Performance» (1970), το οποίο σκηνοθέτησε από κοινού με τον Ντόναλντ Κάμελ, την «Περιπλάνηση» (1971), το «Μετά τα μεσάνυχτα» (1973) και τον «Άνθρωπο που έπεσε στη Γη» (1977), γύρισε το 1990 την κινηματογραφική μεταφορά του παιδικού μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ, «Οι Μάγισσες» (1983), με πρωταγωνίστρια την Αντζέλικα Χιούστον. Η ταινία πραγματεύεται την περιπέτεια του μικρού Λουκ (Τζέισεν Φίσερ), ενός παιδιού που έχει χάσει πρόσφατα τους γονείς του και ζει με τη γιαγιά του στην Αγγλία, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια παγκόσμια σύναξη μαγισσών που μισούν τα μικρά παιδιά και θέλουν να τα μεταμορφώσουν όλα σε ποντίκια, με τη βοήθεια ενός μαγικού φίλτρου που έχει εφεύρει η διαβολική Αρχι-Μάγισσα (Χιούστον). Την παραγωγή ανέλαβε ο γνωστός για τη σειρά «The Muppet Show» (1976-1981), Τζιμ Χένσον και έτσι τα ειδικά εφέ της ταινίας έγιναν είτε με μεικ απ, είτε με μαριονέτες (muppets) που σχεδίασε ο ίδιος. Η μεταφορά του Ρεγκ άφησε τους κριτικούς της εποχής ευχαριστημένους, όμως ο ίδιος ο Νταλ, ο οποίος διαισθάνθηκε από νωρίς πως ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάξει το τέλος της ιστορίας (και γι αυτό του πρότεινε κάποιες δικές του εναλλακτικές), δυσαρεστήθηκε τόσο από την τελική απόφαση του Ρεγκ, που ζήτησε να αφαιρεθεί εντελώς το όνομά του από τους τίτλους, πράγμα που τελικά δεν έγινε, αφότου συζήτησε το θέμα με τον Χένσον. «Οι Μάγισσες» είναι μία σημαντική ταινία, από ιστορικής άποψης, καθώς είναι η τελευταία παραγωγή που ο Χένσον ανέλαβε προσωπικά πριν πεθάνει, αλλά και η τελευταία μεταφορά ενός βιβλίου του Νταλ, την οποία επέβλεψε ο ίδιος ο συγγραφέας, πριν το θάνατό του στο τέλος του 1990.

Η ταινία «Οι Μάγισσες» ξεκινάει κάπου στη Νορβηγία, όπου η οικογένεια του μικρού Λουκ έχει μετακομίσει για δουλειές, μαζί με τη γιαγιά Χέλγκα (Μάι Ζεττερλινγκ). Η Χέλγκα λέει στον Λουκ ιστορίες από την παιδική της ηλικία, όταν ένα μικρό κορίτσι στη γειτονιά της, η Έρικα, είχε πέσει θύμα μιας μάγισσας και εξαφανίστηκε. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Χέλγκα, οι μάγισσες είναι διαβολικά πλάσματα που μοιάζουν με κανονικές γυναίκες, όμως στην πραγματικότητα έχουν τετράγωνα πόδια, μεγάλα νύχια, είναι φαλακρές και φορούν περούκες που τους προκαλούν φαγούρα και εξανθήματα στο κεφάλι και κρύβουν με μάσκες το άσχημο, αληθινό τους πρόσωπο, ενώ τα μάτια τους έχουν μωβ αποχρώσεις. Τα μικρά παιδιά μυρίζουν σε εκείνες τόσο έντονα και αηδιαστικά, όσο τα φρέσκα κακά ενός σκύλου και γι αυτό, το μόνο που θέλουν είναι να εξαφανίσουν όσα περισσότερα από αυτά μπορούν, χωρίς βέβαια να της πιάσουν ή να προδώσουν την αληθινή τους ταυτότητα. Η μικρή Έρικα έπεσε στα χέρια μιας τέτοιας μάγισσας η οποία την παγίδευσε για πάντα μέσα σε ένα πίνακα που απεικόνιζε ένα αγροτικό σπίτι, στο σαλόνι των γονιών της. Η φιγούρα της άλλαζε θέση κάθε τόσο και με τα χρόνια γερνούσε, όπως θα συνέβαινε και στον πραγματικό κόσμο, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε για πάντα. Ο μικρός Λουκ ακούει τις ιστορίες της Χέλγκα με μεγάλο ενδιαφέρον, αδυνατώντας όμως να πιστέψει κάποιες από τις υπερφυσικές λεπτομέρειες.

Όταν μια νύχτα οι γονείς του Λουκ πεθαίνουν σε ένα τραγικό, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εκείνος μένει μόνος του με τη γιαγιά Χέλγκα. Η Χέλγκα κάνει τα πάντα για να προστατέψει τον Λουκ και του παίρνει δώρο δύο λευκά ποντικάκια στα γενέθλιά του, ως κατοικίδια. Όλα μοιάζουν να κυλάνε ομαλά, μέχρι που μια μέρα μία παράξενη γυναίκα πλησιάζει τον Λουκ και του προτείνει να παίξει με ένα αληθινό φίδι που έχει κρυμμένο στην τσάντα της. Δασκαλεμένος από τη Χέλγκα καθώς είναι, ο Λουκ παρατηρεί πως τα μάτια της μυστηριώδους γυναίκας έχουν μωβ αποχρώσεις και καταλαβαίνει πως είναι μάγισσα. Φωνάζοντας δυνατά τη γιαγιά του, ο Λουκ καταφέρνει να ξεφύγει, όμως το επεισόδιο αυτό φανερώνει στη Χέλγκα πως η απειλή αυτή από το παρελθόν της έχει επιστρέψει και η ζωή του Λουκ βρίσκεται σε κίνδυνο.

Οι δύο πρωταγωνιστές αποφασίζουν να φύγουν από το σπίτι και πάνε σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο, μη γνωρίζοντας πως κάτω από το προσωπείο ενός φιλανθρωπικού οργανισμού ενάντια στην κακοποίηση των μικρών παιδιών έχουν προγραμματίσει να βρεθούν εκεί όλες οι μάγισσες της Αγγλίας για την ετήσια ενημέρωσή τους από την Αρχι-Μάγισσα, Εύα Ερνστ, που ηγείται τις συνάξεις όλου του κόσμου. Ο Λουκ παίζει με τα κατοικίδιά του, εκνευρίζοντας τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου (Ρόουαν Άτκινσον) και γνωρίζει έναν συνομήλικό του, τον Μπρούνο (Τσάρλι Πότερ), ο οποίος είναι λαίμαργος και κλέβει φαγητό από τα μπουφέ του ξενοδοχείου. Άθελά του, μέσα στο παιχνίδι, ο Λουκ ξεμένει στην αίθουσα τελετών όπου πρόκειται να γίνει η συνεδρίαση και όταν κλειδώνουν όλες οι είσοδοι, βλέπει έκπληκτος το πραγματικό πρόσωπο όλων αυτών των γυναικών και ιδιαίτερα της Εύα, που πίσω από την αμφίεσή της κρύβει μια σουβλερή μύτη, μια σιχαμένη καμπούρα και ένα ρυτιδιασμένο δέρμα που φανερώνει την πραγματική της ηλικία. Οι μάγισσες μιλάνε για το τερατώδες σχέδιό τους να εξοντώσουν όλα τα παιδιά της Αγγλίας και η Αρχι-Μάγισσα τους παρουσιάζει το νέο φίλτρο που έχει παρασκευάσει, ένα μωβ υγρό που μόλις το πιει κάποιος, μεταμορφώνεται αμέσως σε ποντίκι, προτρέποντάς τες να το ρίξουν σε όσο το δυνατό περισσότερα ζαχαρωτά και σοκολάτες μπορούν. Η Αρχι-Μάγισσα έχει δελεάσει τον λαίμαργο Μπρούνο με μια δηλητηριασμένη σοκολάτα, για να δείξει στις υπόλοιπες τη δράση του φίλτρου.

Ο Μπρούνο μεταμορφώνεται πρώτος σε ποντίκι και οι μάγισσες, λίγο πριν λύσουν τη συνεδρία, μυρίζουν γύρω τους και καταλαβαίνουν πως κάποιο ακόμα παιδί βρίσκεται στην αίθουσα. Ο Λουκ, έντρομος, τρέχει να τους ξεφύγει, όμως, ενώ τα καταφέρνει να γυρίσει σώος στο δωμάτιο για να ζητήσει τη βοήθεια της γιαγιάς Χέλγκα, η Εύα της έχει κάνει ένα ξόρκι που την έχει αποκοιμίσει βαθιά και οι μάγισσες τελικά τον πιάνουν. Μεταμορφωμένος πια σε ποντίκι, ο Λουκ καταφέρνει και πάλι να τους ξεφύγει πριν τον ποδοπατήσουν και ανάμεσα στους τοίχους του ξενοδοχείου συναντιέται και πάλι με τον Μπρούνο. Οι δυο τους ξεκινάνε να βρουν τη Χέλγκα για να καταστρώσουν ένα σχέδιο που θα σταματήσει τις διαβολικές μάγισσες.

Η ταινία διακρίνεται τόσο για τις σπουδαίες ερμηνείες της όσο και για τα πρωτοποριακά για την εποχή της ειδικά εφέ. Το μεικ απ της Αντζέλικα Χιούστον (το πιο σύνθετο σε ολόκληρη την ταινία), πήρε έξι ώρες για να φτιαχτεί και άλλες έξι για να της το αφαιρέσουν. Τα «muppets» του Χένσον, από την άλλη, διαθέτουν μια θέρμη που κάνει τα ποντικάκια πιο αληθοφανή από εκείνα, φτιαγμένα με CGI τεχνολογία, στο ριμέικ της ταινίας, «Οι Μάγισσες» (2020), σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Ζεμέκις. Η παρουσία του Άτκινσον, χρονικά τόσο κοντά στο ρόλο του ως Mr. Bean στην ομώνυμη σειρά, προσθέτει μια χιουμοριστική νότα στην ταινία.

«Οι Μάγισσες» του Νίκολας Ρεγκ είναι μία εξαιρετική μεταφορά του βιβλίου του Νταλ και μία απολαυστική «οικογενειακή ταινία τρόμου», ένα είδος που έχει πλέον εκλείψει. Από την αποκάλυψη των πραγματικών προσώπων των μαγισσών, μέχρι την τελευταία σκηνή που όλες τρώνε τη δηλητηριασμένη σούπα, η ταινία είναι γεμάτη από σκηνές που αποτυπώνονται στη μνήμη του θεατή. Όπως το «Muppet Movie» (1979), το «The Muppets Take Manhattan» (1984), ο «Λαβύρινθος» (1986), με τον Ντέιβιντ Μπόουι και το «The Muppet Christmas Carol» (1992), έτσι και οι «Μάγισσες» είναι μια αξέχαστη εμπειρία για ένα μικρό παιδί και μια ευχάριστη επιλογή για κάθε ενήλικα.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: