

Η εικόνα του Αμερικανού σκηνοθέτη, Ρας Μάγιερ, ως τον αρχετυπικό φαλλοκράτη, που γυρίζει soft πορνό ταινίες για να περιτριγυρίζεται από γυμνόστηθες νέες γυναίκες, με τις οποίες ενίοτε έχει και σεξουαλικές επαφές, δεν είναι παρά μία παρεξήγηση που έχει διαιωνιστεί χάρη στην περιορισμένη κυκλοφορία των ταινιών του για πολλές δεκαετίες, κυρίως λόγω του αυστηρώς ακατάλληλου περιεχομένου τους. Ο Ρας Μάγιερ εξερεύνησε, κατά βάση, το είδος των «sexploitation» ταινιών, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση κατά τη δεκαετία του 1960, με την σεξουαλική απελευθέρωση των χίπις και εκπροσωπήθηκε, στην πρώτη φάση του, από τον ίδιο και την Ντόρις Γουίσμαν. Οι «sexploitation» ταινίες δεν είναι ακριβώς πορνογραφήματα, όμως έχουν έντονο το ερωτικό στοιχείο, όπως ήταν, για παράδειγμα, και το περιοδικό Playboy, του Χιου Χέφνερ, που αν και χρησιμοποιούσε τον ερωτισμό για να πουλήσει τεύχη, δεν κατέφευγε ποτέ στην hardcore πορνογραφία. Είναι γεγονός πως ο Μάγιερ είχε αδυναμία στα γυναικεία στήθη και ιδιαίτερα εκείνα με μεγάλο νούμερο σουτιέν. Για αυτό το λόγο, μερικές από τις μούσες του υπήρξαν κατά καιρούς η Έρικα Γκάβιν, η Χάτζι, η Τούρα Σατάνα και η σύζυγός του από το 1970 έως το 1975, Έντυ Γουίλιαμς. Όπως και ο Χέφνερ, όμως, έτσι και ο Μάγιερ, μόνο σεξιστικά δεν έβλεπε τις όμορφες και σεξουαλικά απελευθερωμένες πρωταγωνίστριές του. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα, που «αθωώνουν» το σκηνοθέτη από αυτή την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη εις βάρος του, είναι η ταινία, «Faster, Pussycat! Kill! Kill!» (1965), η οποία δείχνει, όχι μόνο πως υπάρχουν γυναίκες που μπορούν εύκολα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους απέναντι σε μυώδεις άντρες, αλλά και πως οι ίδιες μπορούν κάλλιστα να γίνουν τραμπούκοι και μάλιστα επικίνδυνοι. Η επιρροή που έχουν ασκήσει οι ταινίες του Ρας Μάγιερ επάνω στην ιστορία του σινεμά, φαίνεται στο έργο του Τζον Γουότερς και του Κουέντιν Ταραντίνο, που έχουν άλλωστε παραδεχτεί πως δεν θα μπορούσε να έχει αυτή τη μορφή, αν δεν είχαν προηγηθεί οι πρωτοποριακές ταινίες του Μάγιερ από τη δεκαετία του 1960, αλλά και στο θαυμασμό που έτρεφε για εκείνον ο καταξιωμένος κριτικός κινηματογράφου, Ρότζερ Έμπερτ, ο οποίος συνεργάστηκε με το σκηνοθέτη στη συγγραφή του σεναρίου για το σίκουελ της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος, «Η κοιλάδα με τις κούκλες» (1966), της Τζάκλιν Σουζάν, την ταινία, «Πέρα από την Κοιλάδα με τις Κούκλες» (1970), που είναι μία ερωτική ταινία και συγχρόνως μια παρωδία του μελοδραματικού αυθεντικού έργου.

Ο Μάγιερ γύρισε πρώτα την ταινία, «Motorpsycho» (1965), μόλις μερικούς μήνες πριν ολοκληρώσει το «Faster, Pussycat! Kill! Kill!», με πρωταγωνίστριες την Τούρα Σατάνα, τη Χάτζι και τη Λόρι Γουίλιαμς. Οι δύο ταινίες πραγματεύονται ουσιαστικά την ίδια θεματολογία: το δίπτυχο, δηλαδή, σεξ και βία, με το μόνο που αλλάζει να είναι το κέντρο εστίασης, από την ομάδα αντρών μοτοσικλετιστών στην πρώτη, στη συμμορία των «go-go dancers» στη δεύτερη. Η καλτ φήμη που απέκτησε με τα χρόνια το «Faster, Pussycat!», υπήρξε κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη του «Motorpsycho». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του σκηνοθέτη, το «Faster, Pussycat!», «αρέσει στις γυναίκες» και αποτελεί τη δεύτερη πιο πετυχημένη ταινία στη φιλμογραφία του.

Η απήχηση που είχε η ταινία του Μάγιερ σε σκηνοθέτες και ηθοποιούς της αντι-κουλτούρας της εποχής (και όχι μόνο), μπορεί εύκολα να εξηγηθεί ρίχνοντας μια ματιά στη σύνοψη του μόλις 83λεπτου φιλμ. Τρεις άγριες και ανεξέλεγκτες «go-go dancers»: η Μπίλι (Γουίλιαμς), η Ρόζι (Χάτζι) και η Βάρλα (Σατάνα), κάνουν κόντρες με τα σπορ αμάξια τους, κάπου στη μέση της καλιφορνέζικης ερήμου, όταν ξαφνικά τους πλησιάζει ένα ανυποψίαστο νέο ζευγάρι, ο Τόμι (Ρέι Μπάρλοου) και η Λίντα (Σούζαν Μπερνάρντ), και ο Τόμι δέχεται την πρόκληση να κοντράρει μαζί τους. Σύντομα και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, οι τρεις «αγριόγατες» αρχίζουν να καυγαδίζουν με τον Τόμι και επάνω στον τσακωμό, η Βάρλα του σπάει το λαιμό και τον σκοτώνει ακαριαία. Η Λίντα λιποθυμάει από το σοκ, βλέποντας το φόνο με τα μάτια της και η Βάρλα αποφασίζει να την απαγάγουν. Οι τρεις γυναίκες συνεχίζουν τη βίαιη περιπέτειά τους, με την άτυχη κοπέλα σαν όμηρο, οδηγώντας στην επόμενη μικρή πόλη και σταματώντας σε ένα βενζινάδικο, όπου αφού βλέπουν έναν παράλυτο γέροντα και τον μυώδη, νοητικά υστερημένο γιό του, το ενδιαφέρον τους κεντρίζεται, καθώς φημολογείται πως οι δυο τους κρύβουν μία μεγάλη περιουσία, κάπου μέσα στο μισογκρεμισμένο, παλιό σπίτι τους.

Αν και εξαιρετικά βίαιη και προκλητική για τα δεδομένα της εποχής, η ταινία «Faster, Pussycat!», χαρακτηρίζεται από ένα ειρωνικό και γρήγορου ρυθμού χιούμορ, που βοηθάει στο να χτιστεί το εκκεντρικό στυλ της. Πηγαίνοντας αυτή την αντίθεση βίας και χιούμορ ένα βήμα παραπέρα, ο Τζον Γουότερς δημιούργησε το «camp» στυλ της καλτ επιτυχίας του, «Pink Flamingos» (1972), μια ταινία που, ούτως ή άλλως, χρωστάει πολλά στο σινεμά του Ρας Μάγιερ. Όσο για την εμμονή του Μάγιερ με τα μεγάλα στήθη, η προτίμησή του αυτή πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο, την εποχή που ο σκηνοθέτης, έφηβος ακόμα και παρθένος, επισκέφτηκε ένα οίκο ανοχής μαζί με το συγγραφέα, Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Αφού είχαν δει όλες τις κοπέλες που δούλευαν εκεί, ο Χέμινγουεϊ ρώτησε τον Μάγιερ ποια προτιμούσε, για να τον «κεράσει» την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία, και εκείνος διάλεξε, χωρίς δισταγμό, εκείνη με το μεγαλύτερο μπούστο.

Παρότι χαρακτηριστικό στοιχείο στη φιλμογραφία του Μάγιερ, όμως, η εμμονή του αυτή με τα μεγάλα στήθη τον φέρνει κοντά σε άλλους μεγάλους σκηνοθέτες, όπως τον Φεντερίκο Φελίνι, αλλά και τη Ντόρις Γουίσμαν, η οποία στις εντελώς «camp» κωμωδίες της, όπως είναι το «Deadly Weapons» (1974), με πρωταγωνίστρια την Chesty Morgan (μία ηθοποιό με ένα εντυπωσιακό νούμερο στήθους 185,4 εκατοστών!), όχι μόνο συναγωνίζεται τα προσόντα των γυναικών στις ταινίες του Ρας Μάγιερ, αλλά τις ξεπερνάει όλες με διαφορά. Ενώ ταινίες του Μάγιερ, όπως είναι η πρώτη του επιτυχία, «The Immoral Mr. Teas» (1959), ή το ψευτο-ντοκιμαντέρ, «Mondo Topless» (1966), ασχολούνται αποκλειστικά με αυτή του την εμμονή, το «Faster, Pussycat! Kill! Kill!» τη χρησιμοποιεί απλά ως γόητρο, για να φέρει κόσμο στις αίθουσες, όπως άλλωστε κάνουν και οι αισθησιακές πρωταγωνίστριες στην πλοκή της ταινίας, για να παρασύρουν κόσμο στα σαδιστικά και αιμοσταγή παιχνίδια τους.

Είναι, λοιπόν, ο συνδυασμός εκείνος της μοδάτης, ροκ εν ρολ μουσικής του σάουντρακ (η δυναμική εισαγωγή της ταινίας ξεκινάει με μια ειδοποίηση, σαν από δελτίο ειδήσεων, σχετικά με τη βία και τις αμέτρητες μεταμφιέσεις της στη «σημερινή» κοινωνία, την οποία μεταδίδει ο ίδιος ο Μάγιερ, η οποία σύντομα καλύπτεται από ένα χορευτικό της Βάρλα στο «go-go bar» όπου δουλεύουν οι τρεις τους και ένα πρωτότυπο κομμάτι των Bostweeds, με τίτλο «Faster Pussycat!» στο φόντο) και του ακραίου look των «αγριόγατων», με τα βαθιά ντεκολτέ και τα δερμάτινα γάντια και μπότες. Η Χάτζι με τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια, τα τοξωτά βαμμένα φρύδια της και το κορακίσιο μαύρο μαλλί της, εισάγει ψυχεδελικά και «occult» στοιχεία στο γκρουπ, ενώ η Λόρι Γουίλιαμς, με το παραπλανητικά ανέμελο και σχεδόν κοριτσίστικο ντύσιμο και ύφος της, δίνει μία σχιζοφρενική χροιά στα ξαφνικά ξεσπάσματα βίας που έχουν, τόσο εκείνη, όσο και οι υπόλοιπες «αγριόγατες». Τέλος, η Τούρα Σατάνα, αυτοανακηρυχθείσα ως αρχηγός του γκρουπ, συγκεντρώνει όλη τη φεμινιστική ισχύ του κατά τα άλλα αποτελούμενου από δυναμικές γυναίκες σχήματος. Το «Faster, Pussycat!», ίσως περισσότερο και από το «Motorpsycho» ή άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, έχει αδιαμφισβήτητα πολιτικές διαστάσεις.

Οι διάλογοι, αν και συχνά «campy», είναι διανθισμένοι από τόσες «ατάκες» που μένουν στη μνήμη, που έχουν χαρακτηριστεί ως «ικανοί να ντροπιάσουν τον Ρέιμοντ Τσάντλερ» και ταυτόχρονα υπογραμμίζουν τη δύναμη των γυναικείων χαρακτήρων (Βάρλα: «Δεν προσπαθώ τίποτα. Ό,τι θέλω απλά το κάνω.») και δημιουργούν μία ατμόσφαιρα που κάνει τον Ταραντίνο να ζηλεύει. Είναι, άλλωστε, προφανές πως σκηνές, όπως εκείνη με το διαγωνισμό χορού στο Jack Rabbit Slim’s, με τη Μία Γουάλας (Ούμα Θέρμαν) και τον Βίνσεντ Βέγκα (Τζον Τραβόλτα), στο «Pulp Fiction» (1994), ή εκείνη με το lap dance της Αρλίν (Βανέσα Φερλιτο) για τον Στάντμαν Μάικ (Κερτ Ράσελ), ως τίμημα για ένα χαμένο στοίχημα στο «Death Proof» (2007), δεν είναι τίποτα παραπάνω από μελέτες του Κουέντιν Ταραντίνο και κινηματογραφικά αποφθέγματα αντίστοιχων σκηνών σε ταινίες του Μάγιερ.

Η καριέρα του Ρας Μάγιερ μετά το «Faster, Pussycat!» σημείωσε για λίγο μια ανοδική πορεία, με ταινίες όπως το «Vixen!» (1968), ή το «Πέρα από την Κοιλάδα με τις Κούκλες» (1970) και αργότερα καθοδική, με άλλες όπως το «Black Snake» (1973), το «Up!» (1976) ή το «Beneath the Valley of the Ultra-Vixens» (1979), τόσο οικονομικά, όσο και ποιοτικά. Ο Μάγιερ αντιμετώπισε, όπως όλοι οι σκηνοθέτες ερωτικών φιλμ, την κρίση που έφεραν στη βιομηχανία οι βιντεοταινίες. Η εποχή του Internet, την οποία ο Μάγιερ πρόλαβε ίσα-ίσα προτού πεθάνει το 2004, σε ηλικία 82 ετών, ήρθε φυσικά να αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει από την παλιά αυτή παράδοση των «sexploitation» ταινιών. Ο Μάγιερ, βέβαια, δεν κάθισε με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά διανέμοντας τις διάσημες πλέον ταινίες του, πρώτα σε VHS και ύστερα σε DVD, έβγαλε μέσα στις δύο με τρεις αυτές δεκαετίες εκατομμύρια. Ο Μάγιερ ήταν πρακτικός και τετράγωνος με τις επιχειρηματικές αποφάσεις του και ήθελε οι ταινίες του να κόβουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό εισιτηρίων και να συνεχίσουν να του αποφέρουν χρήματα για καιρό, όπως άλλωστε έκανε ο κάθε επαγγελματίας πορνογράφος με το υλικό που είχε στα χέρια του. Αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που όλοι θεωρούσαν πως ένας τέτοιος σκληρός επιχειρηματίας θα ήθελε να εκμεταλλευτεί τις ηθοποιούς του, που οικειοθελώς γδυνόντουσαν για να παίξουν στις ταινίες του. Ο Μάγιερ όμως χρησιμοποίησε το έργο του σαν εργαλείο για να απελευθερώσει τα «πουριτανικά» ήθη της κοινωνίας στην οποία ζούσε, όπως έκανε και ο Τενεσί Ουίλιαμς ή ο Χιού Χέφνερ με τα δικά τους έργα. Το «Faster, Pussycat!» είναι μία καλή πρώτη γεύση για να καταλάβει κανείς τι εστί μία ταινία του Ρας Μάγιερ και συγχρόνως είναι πιθανότατα μία από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που έχετε δει ποτέ.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: