

Μόλις τέσσερις μέρες πριν την πρεμιέρα του στις 16 Δεκεμβρίου 2016, το Netflix ανακοίνωσε την άφιξη του «The OA» ή, αλλιώς, του ιδανικού χριστουγεννιάτικου δώρου για κάθε επιρρεπή binge-watcher. Σαν ένα ακόμη Stranger Things, αν και σε μερικούς τομείς η σύγκριση αδικεί και τα δύο, το «The OA» έμοιαζε, πράγματι, με καλοπακεταρισμένο δώρο που ανοίγεις ευλαβικά για να μη χαλάσεις το περιτύλιγμα, μα μόλις ξεπροβάλλει το περιεχόμενο, δεν κρατιέσαι κι απλά σκίζεις το χαρτί με μανία, σαν να ξεπουπουλιάζεις μαξιλάρι (μη με ρωτάς γιατί ξεπουπουλιάζει κανείς μαξιλάρια… νεύρα;)
Στο επίκεντρο της φρέσκιας μίνι-σειράς (8 επεισόδια, για την ακρίβεια 7μιση) βρίσκεται η Prairie/OA (Brit Marling) η οποία επιστρέφει στο σπίτι της στο Crestwood της Νέας Υόρκης, κάπως επεισοδιακά, επτά χρόνια μετά την εξαφάνισή της. Οι θετοί γονείς της μπορεί κάποτε να υιοθέτησαν ένα πεντάχρονο τυφλό κοριτσάκι από τη Ρωσία, αλλά έχουν πλέον μπροστά τους μια γυναίκα, που όχι μόνο έχει ανακτήσει το φως της, αλλά συμπεριφέρεται περίεργα και έχει στην πλάτη της χαραγμένα μια σειρά από ακατανόητα σύμβολα.
Η Prairie συγκεντρώνει (υπερβολικά εύκολα) μια ομάδα πέντε ατόμων, τέσσερις μαθητές και μία δασκάλα του τοπικού σχολείου και τους εξιστορεί τα γεγονότα των επτά χρόνων της απουσίας της, που υποστηρίζει πως πέρασε αιχμάλωτη στο υπόγειο ενός ψυχικά διαταραγμένου γιατρού, μαζί άλλα τέσσερα άτομα. Το κοινό τους στοιχείο και αντικείμενο μελέτης του Dr. Hap (Jason Isaacs) ήταν τα NDEs (Near Death Experiences) Σε απλά ελληνικά, είχαν όλοι φτάσει ένα βήμα πριν τον θάνατο και είχαν επιστρέψει, για να γίνουν δυστυχώς πειραματόζωα στα χέρια ενός εμμονικού επιστήμονα που βρίσκεται ένα βήμα πριν τη μεγάλη του ανακάλυψη.
Μέσα από τα μάτια της ΟA παρακολουθούμε την αβάσταχτη καθημερινότητα των πέντε νέων κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, ενώ υποσιτίζονται, απομονώνονται και υποβάλλονται επαναλαμβανόμενα σε απάνθρωπες δοκιμασίες, έχοντας ως μόνο στήριγμα ο ένας τον άλλο και την ελπίδα ότι αυτό που τους κάνει ξεχωριστούς θα τους οδηγήσει τελικά στην σωτηρία. Τι στο καλό εννοούμε; Ότι σταδιακά, δια μέσου των, κατά τα άλλα εξαιρετικά δυσάρεστων, πειραμάτων του Hap, γίνονται κοινωνοί μιας σειράς χορευτικών κινήσεων που, όταν πραγματοποιούνται συγχρονισμένα και σωστά από όλους, είναι ικανές να θεραπεύσουν, να ανοίξουν τον δρόμο για άλλες, παράλληλες διαστάσεις, να κάνουν θαύματα βρε αδερφέ, κυριολεκτικά.
Οι Πέντε Κινήσεις βρίσκονται στον πυρήνα της ιστορίας, προκαλώντας άλλοτε στιγμές απόλυτου δέους κι άλλοτε αμήχανο γέλιο. Καμιά φορά συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα, όπως, για παράδειγμα, στο τέλος της σειράς, που χαρακτηρίστηκε από πολλούς -και όχι άδικα- ιδιαίτερα απογοητευτικό, αν όχι εκνευριστικό. Αν συμφωνώ εγώ; Ω ναι, βεβαίως, τραβούσα τα μαλλιά μου! Το θέμα όμως δεν είναι αυτό, παρ’ όλο που αξίζει να συζητηθεί διότι οι δημιουργοί της σειράς, Brit Marling και Zal Batmanglij, έχουν παράδοση στα παράξενα, νεφελώδη και δισήμαντα endings. To θέμα είναι ότι αξίζουν το χρόνο μας γενικότερα, γιατί ανεξαρτήτως του αν παίζουν με τα νεύρα και την υπομονή μας, το «The OA» ήταν μια αναζωογονητική ένεση πρωτοτυπίας και αφηγηματικού θάρρους που άλλες σειρές της νέας «χρυσής» τηλεοπτικής εποχής δεν κατάφεραν να προσφέρουν. Προκαλεί τον θεατή να πιστέψει το απίστευτο, ίσως συχνότερα απ’ όσο αντέχει (και αυτός και εκείνο). Η τυφλή πίστη από την πλευρά του τελευταίου αποζημιώνεται με την εμπειρία του υπερφυσικού, ενώ η αμφιβολία με την υπερηφάνεια που χαρίζει στα νοήμονα όντα η εύρεση της λογικής εξήγησης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Marling και ο Batmanglij συνεργάζονται. Ξεκίνησαν γράφοντας το σενάριο του «Sound of My Voice», ένα indie sci-fi που σκόπευαν να γυρίσουν το 2009, όμως το ανέβαλαν για οικονομικούς λόγους. Τότε, εμπνευσμένοι από concept όπως το «Buy Nothing Day», πέρασαν ένα δίμηνο εξερευνώντας την οπτική του freeganism (από το free και το vegan), δηλαδή την προσπάθεια να επιζήσει κανείς χωρίς να αγοράζει φαγητό, τρεφόμενος μόνο με ότι είναι διαθέσιμο στα σκουπίδια ή στη φύση (Θυμήσου π.χ. το φετινό «Captain Fantastic»). Η εμπειρία αυτή ήταν η απαρχή της ιδέας πίσω από το «The East» (2013), που κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο τον Alexander Skarsgård σε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και τον Ridley Scott ως παραγωγό. Batmanglij και Marling έγραψαν το σενάριο και ο πρώτος το σκηνοθέτησε, ενώ η δεύτερη ανέλαβε τον ρόλο της Jane. Αυτό ήταν το όνομα της κεντρικής ηρωίδας πριν την undercover αποστολή της, ως μέλος της Hiller Brood, εταιρίας ιδιωτικών ερευνητών που προστατεύει τους πελάτες της από εγκληματικές ενέργειες εναντίον τους, για τις οποίες ευθύνεται η αναρχική οργάνωση ακτιβιστών/οικολόγων, Τhe East. Η Jane μετονομάζεται
To «The East» ασχολείται με την έννοια της εμπιστοσύνης και της πίστης σε ένα βαθμό, αλλά το ουσιαστικό σημείο συνάντησης με το «OA» αφορά τα όρια ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, το θεμιτό και το αθέμιτο, το καλό και το κακό. Στο έκτο επεισόδιο της σειράς ο Jason Isaacs, ανατριχιαστικά αποτελεσματικός στην απόδοση του κοινωνιοπαθή χαρακτήρα του, ξεστομίζει την ατάκα «Δεν υπάρχει όριο ανάμεσα στο καλό και το κακό. Υπάρχει μόνο αυτό που ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει». Οι συχνές αναλαμπές συνείδησης και ευαισθησίας του Hap κάνουν τα λόγια του ακόμη πιο τρομακτικά και ακόμη πιο σημαντικά, γιατί είναι έγκυρα στην βάση τους, αλλά προφέρονται σε ένα απάνθρωπο και παράλογο περιβάλλον. Όπως και να έχει, Marling και Batmanglij γνωρίζουν πολύ καλά πως να παίζουν με το -ελληνικό και πάντα on point- «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Τόσο το 2013, στο κινηματογραφικό τους ντεμπούτο, όσο και στο mini-διαμαντάκι που έσκασε σαν βόμβα
Ήταν το «Sound of My Voice», η δεύτερη (σε ημερομηνία προβολής, αλλά όχι σειρά συγγραφής) ταινία του καλλιτεχνικού ζεύγους, που μπήκε βαθύτερα στις έννοιες της εμπιστοσύνης και της πειθούς, με την Marling να υποδύεται, όπως και στο The OA, μια χαρισματική νέα κοπέλα που υποστηρίζει μια ακραία ιστορία και αναζητεί ακολούθους, με έναν απώτερο σκοπό. Το αντίστοιχο των επτά χρόνων αιχμαλωσίας της Prairie είναι στο «Sound of My Voic»e το ταξίδι στον χρόνο. H Maggie (Brit Marling) ισχυρίζεται ότι ήρθε από το μέλλον για να προετοιμάσει αυτούς που αγαπά για όσα πρόκειται να συμβούν στο δυστοπικό τους «γραμμένο». Ένας νεαρός δημοσιογράφος, ο Peter (Christopher Denham) είναι εκείνος που αναλαμβάνει το ρόλο του αμφισβητία, μαζί με τη σύντροφό του Lorna (Nicole Vicius), κάνοντας μια δύσκολη συναισθηματική ταλάντωση ανάμεσα στην ρεαλιστική όψη των πραγμάτων και την εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία κινδυνεύει να μυηθεί. Το finale του «Sound of My Voice» θυμίζει ξεκάθαρα αυτό του «The OA», με πρωταγωνιστή και θεατή να στύβουν το μυαλό τους για να καταλήξουν σε ένα αποτέλεσμα, με δεδομένα που παραπέμπουν σε δύο αντικρουόμενες θεωρίες. Mindfuck, θα έλεγε κανείς, αν και προτιμώ να θεωρώ mindfuck ένα λαβύρινθο με υπαρκτή διέξοδο, που απλώς αδυνατείς να βρεις.
Από την άλλη, κάθε σινεφίλ, ή tv-addict ή netflixάκιας ή έστω ένα απλός, θνητός, μα σκεπτόμενος θεατής οφείλει να «σπάσει» το κεφάλι του για να ξεχωρίσει τα clues και να αναζητήσει ένα επικρατέστερο τέλος, μια κάποια κάθαρση, μια ένδειξη ότι κατάλαβε τι είδε, κι ότι οι δημιουργοί κατάλαβαν τι έφτιαξαν. Είναι πολύ ωραία η ποικιλία εκδοχών και η αίσθηση ότι όλα είναι πιθανά, άλλα όταν μια από αυτές ακυρώνει την ίδια τη δομή της αφήγησης οφείλει να απορριφθεί. (Σκέψου την -επικά καλοστημένη- σκηνή μεταξύ Hap και psycho συναδέρφου του και έλα να βρούμε μαζί ποιο πιθανό τέλος του «Τhe OA» ακυρώνει.)
Ας επαναληφθεί, ωστόσο, ότι οι (όχι πάντα ευπρόσδεκτοι) γρίφοι αποτελούν ένα μόνο κομμάτι μιας καθ’όλα αξιόλογης δουλειάς με συνοχή και όραμα. Είναι φανερό ότι η φιλμογραφία του διδύμου Batmanglij και Marling είναι συνεπής σε έναν στενό κύκλο γύρω από μια κοινή θεματική αφετηρία, την ίδια στιγμή όμως εξελίσσεται, κυρίως σε ότι αφορά τις αφηγηματικές τεχνικές, την κινηματογράφηση και γενικότερα την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Αυτός είναι και ο λόγος που το έργο τους αξίζει να θεαθεί στο σύνολό του (μην παραλείψεις και το «Another Earth», ένα ακόμη ανεξάρτητο sci-fi με παρόμοιες ανησυχίες, συνεργασία της Marling με τον Mike Cahill, σκηνοθέτη του υπέροχου, αν θες τη γνώμη μου, «I Origins») καθώς και ο λόγος που περιμένουμε εναγωνίως το επόμενο βήμα τους, είτε πρόκειται για ένα δεύτερο κύκλο της πολυσυζητημένης σειράς, είτε -ακόμη καλύτερα- για κάτι εξ ολοκλήρου καινούργιο.