Κεφάλαιο 16: Όμοιοι με πικραλίδες οι άνθρωποι
Τα μάτια μου ανοίγουν αργά, νωχελικά, άγουρο θαρρώ το ξύπνημα ετούτο. Από το μυαλό μου περνούν χιλιάδες σκέψεις, όλες τους
Τα μάτια μου ανοίγουν αργά, νωχελικά, άγουρο θαρρώ το ξύπνημα ετούτο. Από το μυαλό μου περνούν χιλιάδες σκέψεις, όλες τους
Είμαι στη Μεσοποταμία, βαδίζω στον περιφερειακό δρόμο από τη μεριά του γηπέδου. Στην άκρη του χωριού κάποιος ασύνετος έχει ανάψει
Το στομάχι μου διαμαρτύρεται έντονα, αν δεν πεθάνω από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, σίγουρα θα αποχαιρετίσω τα εγκόσμια από ασιτία. Λησμόνησε
Σύννεφα βαριά αποτινάζουν το περιττό τους βάρος και το διασπείρουν στης Καστοριάς τα όμορφα χωριά, που σαν λευκοντυμένες κόρες απλώνονται
Νόστος Είδα πίσω από γωνίες σκοτεινές, από του Φθινοπώρου την αργοσάλευτη περπατησιά, τον έρωτα να ανθίζει μέσα στο σώμα της
Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά, ο νεφελοσκεπής ουρανός μου φαίνεται πως σκοπό το έχει βάλει να πέσει και να με
Η νυχτιά με βρίσκει σε μέρος ερημικό, ακολουθώ μονοπάτι δύσβατο, ελικοειδές και κατηφορικό, κάνω βήματα αργά, είμαι ιδιαίτερα προσεχτικός γιατί
Στα φρυγμένα μονοπάτια του χωριού, στους κακοτράχαλους αγροτικούς δρόμους, λιάζονται φίδια στις χωμάτινες κοιλότητες που σημαδεύτηκαν και βάθυναν από
Έχω κατεβάσει το κεφάλι, όσο η εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου με αναγκάζει να κρατώ τα μάτια μου μισόκλειστα. Είναι λογικό
Ένα απόγευμα καλοκαιρινό, μα συνάμα και κάπως μελαγχολικό αφού ψηλά στους αιθέρες μαινόταν μάχη σκληρή ανάμεσα σε γκρίζους και λευκούς
Σκίζω με μεγάλους διασκελισμούς το νερό, που στη δύναμή μου υποχωρεί άτακτα και χώρο μου ανοίγει. Ακούω πίσω μου την
Ζεσταίνομαι, ο καιρός έχει απλώσει δίχτυ πνιγηρό στο όμορφο χωριό μου, από το πέπλο του άπνοια σκέπασε τις σκεπές των
Πρωινό Δευτέρας, η λιόχαρη μέρα περνά αισιόδοξα μηνύματα, η οχλοβοή κάτω στην Αθανασίου Διάκου δεικτικά το αποδεικνύει, ο κόσμος πραγματικά
Τα βατράχια κοάζουν ξέφρενα, φταίει που η ατμόσφαιρα είναι κάπως υγρή. Είχε ρίξει νωρίς το απόγευμα μια ψιχάλα που
Νιώθω μοναξιά! Είναι Παρασκευή, κι όμως, η πόλη είναι πιο άδεια από ποτέ. Κάποτε τις Παρασκευές η Καστοριά έσφυζε από
Ήτανε μια εποχή που κυλιόμουν σε άσπιλα (από τα πατήματα ανθρώπων) λιβάδια, που ξάπλωνα ανάσκελα σε στρώμα χλοερό κοιτάζοντας τον