Η σπίθα του έρωτα
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα του έτους της πανδημίας (2020) όπου επισκέφθηκα το μόνο γηραιό μέλος της οικογένειάς μου που είχε απομείνει. Τη γιαγιά μου. Με είχε ενημερώσει πως είχε ένα βιβλίο να μου δώσει. Πίστευε πως θα μου άρεσε. Θα έβρισκα κοινά στοιχεία με τον εαυτό μου. Μπήκα σπίτι της και ίσα που πρόλαβα να την χαιρετίσω πριν μου το παραδώσει σαν άλλο ενθουσιασμένο παιδάκι. Κοίταξα το εξώφυλλο το οποίο διακοσμούσε μια γυναικεία μορφή με μαλλιά να ανεμίζουν, κλειστά βλέφαρα και σαρκώδη χείλη. Θύμιζε τις μεταμοντέρνες φιγούρες που βρίσκει κανείς ζωγραφισμένες στους τοίχους των Εξαρχείων. Στην κορυφή του έγραφε: Διονύσης Χαριτόπουλος, Έρωτες στη Μεταπολίτευση.

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται τη περίοδο 1974-1990, τη χρυσή εποχή της διαφήμισης στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξιστορεί τα δρώμενα ως άλλος Ιούλιος Καίσαρας* βασισμένος στα βιώματα του. Δίνει μια εσωτερική ματιά ενός ανθρώπου, ειλικρινή, φιλότιμου και εργατικού σε έναν κόσμο που ψάχνει τη ταυτότητά του εν μέσω αλλαγών και προτιμά να επικροτεί την παρουσίαση ενός όμορφου περιτυλίγματος παρά να αναζητά την ουσία του περιεχομένου. Πέρασε από πολλές δουλειές, έζησε πολλούς ανθρώπους, από το προσκήνιο αλλά και από το παρασκήνιο. Βίωσε τη μιζέρια που καραδοκεί στο κυνήγι της φαινομενικής εξουσίας και κατάλαβε πόσο προτιμούν οι άνθρωποι να ακούν αυτό που θέλουν να πιστέψουν παρά αυτό που πραγματικά ισχύει. Ήταν τυχερός ώστε οι εμπειρίες του να του επιτρέψουν να αντιληφθεί πώς λειτουργεί το σύστημα. Πορεύθηκε μέσα σε αυτό παραμένοντας ηθικά ευτυχής με τον εαυτό του, αν και όχι πάντα κερδισμένος. Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και σε αντίθεση με το κόσμο που τον περιέκλειε κατάφερε να στρέψει τη προσοχή του στο μόνο πράγμα που έχει πραγματική αξία στον τελευταίο απολογισμό. Τους έρωτες.
Η αξία του έρωτα
Κατά βάθος, πάντα έψαχνε μια διέξοδο από τη πραγματικότητά του και ήξερε πως εν τέλει, οι έρωτες θα ήταν αυτοί που θα του την παρείχαν. Οι πιο έντονες αναμνήσεις του σχετίζονταν πάντα με μια γυναίκα. Οι χαρές, οι λύπες, οι ντροπές, τα ξενύχτια, τα καψίματα, τα παραστρατήματα όλα συνοδεύονταν από έναν έρωτα. Ο έρωτας, αυτός, τον κρατούσε ζωντανό ακόμα και εάν εκείνος δεν το αντιλαμβανόταν τότε. Δεν ήταν από εκείνους που αρνούνταν τις εφήμερες σχέσεις, ούτε από αυτούς που δεν τις ζούσαν. Ήταν από εκείνους που δεν τις διέδιδαν. Κρατούσε χαμηλό προφίλ και φερόταν με σεβασμό, χωρίς φυσικά να του λείπουν τα ξεσπάσματα. Δεν αρνήθηκε ποτέ πως έφτασε αρκετές φορές στο σημείο να γίνει ρεζίλι και πως ευχήθηκε να μην είχε βρεθεί σε τέτοια κατάσταση. Όμως στο τέλος της γραμμής, ο επιβάτης κατεβαίνει και κοιτάζει για μια τελευταία φορά πίσω του από εκεί που ήρθε. Όλο το ταξίδι περνά μπροστά από τα μάτια του και οι σημαντικές στιγμές παρουσιάζονται πιο έντονα από ποτέ για μια τελευταία φορά. Εκεί του εμφανίζονται οι έρωτες, διότι οι καλές πράξεις είναι αυτές που μένουν και το να αγαπάμε είναι ό,τι καλύτερο κάνουμε.

Το τέλος του έρωτα
Το σύμπαν του ήρωα περιπλέκει με μαεστρία τις δυο διαφορετικές έννοιες, της αλήθειας και του ψέματος. Βάζει σε σύγκριση «τα σαλόνια με τα αλώνια» δείχνοντας πως σιγά-σιγά ενώθηκαν σε μια μάζα χωρίς ταυτότητα. Ο ρομαντισμός και η δημιουργικότητα πέθαναν για να δώσουν τη θέση τους στη κυνικότητα και στη βιασύνη. Οι αυθόρμητοι αυτού του κόσμου χαρακτηρίστηκαν απόκληροι και μην αντέχοντας να βλέπουν τριγύρω μασκαράδες, έτρεξαν προς τη σωτηρία τους. Εκείνη τη στιγμή υπήρχε ξεκάθαρος νικητής και χαμένος. Όμως, αργά ή γρήγορα, όλοι θα καταλάβουν τι από όλα αυτά που μανιωδώς θέλουνε, πραγματικά χρειάζονται.
*Ο Ιούλιος Καίσαρας συνήθιζε να αναφέρεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο.