Πόλη

Άρρωστη η πόλη απόψε. Μπερδεμένη σαν κι εμένα. Παράξενοι κι οι δρόμοι, απλώνονται ήσυχοι και αδειανοί κάτω από θολά κίτρινα φώτα και σκοτεινά μπαλκόνια. Καπνοί τυλίγουνε τις στέγες και μια αδύναμη ομίχλη κρύβει τα σκυθρωπά πρόσωπα που είτε αρνούνται να ανταποδώσουν το παραξενεμένο μου βλέμμα, είτε δεν αντιλαμβάνονται πως δεν είναι μόνοι τους στο πεζοδρόμιο.

Πηγή: ertnews.gr

Βαριέμαι αφόρητα και περπατώ χωρίς λόγο. Χρειάζομαι κάτι να με αποκοιμίσει κι όσο κι αν το ξέρω πως δε θα βγάλει πουθενά, παλεύω να πείσω τον εαυτό μου πως κάθε επόμενο βήμα με φέρνει όλο και πιο κοντά σε μία εξάντληση που θα εκδηλωθεί αστραπιαία αφού γείρω στο μαξιλάρι. Μα με ξέρω αρκετά καλά. Τόσο καλά που ποτέ μου δε θα μπορούσα να φανταστώ πως μία σχετικά γεμάτη τσέπη συνοδευόμενη από μέτρια, ίσως και καλή διάθεση θα με έκαναν να απαρνηθώ το σκαμπό στη γωνία κάποιου μπαρ. Υπάρχουν νύχτες που περιμένεις πολλά. Φαντάζεσαι ακόμη περισσότερα, πλάθεις ιστορίες και παίζεις με τις πιθανότητες. Κουβέντες και πρόσωπα, τυχαίες καταστάσεις και ευτράπελα, ξεσπάσματα και ρεζιλίκια άτυχων αγνώστων που τελειώνουν τη νύχτα τους ανόρεχτα ή τραγικά για να φτιάξουν τη δική σου. Όλα βρίσκονται γύρω σου και αρκεί όπως είπα ένα ικανοποιητικό περιεχόμενο τσέπης και κάποια ελάχιστη διάθεση για πειραματισμούς και μπλεξίματα.

Ρίχνω μία ματιά στις ταράτσες που παγιδεύουν ομίχλη και καπνούς σε ένα μακροσκελές, σχεδόν ατέλειωτο ορθογώνιο από τσιμέντο και γλάστρες και αφήνω την πόλη σε ένα βαθύ ύπνο που σε μένα δε θα χαριστεί τόσο εύκολα. Πίσω από την πόρτα του μπαρ έρχομαι αντιμέτωπος με ένα τοπίο πολύ διαφορετικό μα αφού διακρίνω με ανακούφιση πως η γωνία είναι ελεύθερη για την πάρτη μου, υποκύπτω στον παράξενο πειρασμό να εντοπίσω τις ομοιότητες με τον έξω κόσμο.

Βρίσκομαι και πάλι χωμένος σε ένα ορθογώνιο κουτί από τσιμέντο, ενώ το νέφος της καπνίλας από τα αμέτρητα τσιγάρα που αναβοσβήνουν γύρω μου κρύβει τόσο καλά το ταβάνι που δεν είναι παρά υπόθεση τριών-τεσσάρων ποτών ώστε να πιστέψει κανείς πως η οροφή συνορεύει με τον ομιχλώδη ουρανό. Ακούω διάφορες φωνές καθώς προσπερνώ φασαριόζικες παρέες και μοναχικούς γεροπαράξενους. Οι πρώτοι ουρλιάζουν, θυμίζοντάς μου τα εκνευριστικά κορναρίσματα που ποτέ δε σταματούν, όσο ήσυχη κι αν είναι μια βραδιά, οι άλλοι μονολογούν ή κρέμονται σαν κουρέλια από τη μπάρα και τα βυζιά της μπαργούμαν, θυμίζοντάς μου όλα εκείνα τα αδιάφορα μα τόσο χρήσιμα στοιχεία μίας πόλης, όπως οι πινακίδες ή η διαγράμμιση στους δρόμους. Πράγματα που δε χρειάζεται να είναι όμορφα ώστε να τα προσέξεις, κι αυτό γιατί επιτελούν ένα ρόλο απαραίτητο υποδεικνύοντας σου έμμεσα τι να μην κάνεις εάν θες πράγματι να φτάσεις εκεί που ζητάς. Η επιβεβαίωση και η σιγουριά που παρέχει το δεξί βελάκι σε μία πινακίδα οποιασδήποτε λεωφόρου δεν έχει τόσο να κάνει με αυτή καθαυτή την υπόδειξη του τύπου ”τράβα δεξιά”, όσο με το βάρος του διλήμματος ”αριστερά ή δεξιά”, από το οποίο τόσο ανώδυνα σε ξελαφρώνει. θα μου πεις βέβαια, υπάρχει άραγε περίπτωση να βρεθεί ποτέ κανείς στην τόσο απίθανη θέση του να αναλογιστεί τον εαυτό του ως αμίλητο στοιχειό της μπάρας, αποκλείοντας μία όμορφη βραδιά με παρέα, ποτά κι ό,τι προκύψει; Να λοιπόν η χρησιμότητα ανθρώπων σαν τον τυπά που χασκογελάει μόνος του λίγα μέτρα αριστερά μου. Σε κάνουν να υπερεκτιμάς την κοινωνικότητα.

Διαβάστε επίσης  Η καρδιά ποτέ δε μεθάει με το οινόπνευμα
Advertisements
Ad 14
Πηγή: pillowfights.gr

Συνειδητοποιώντας κάποια στιγμή πως κι εγώ μόνος μου μπήκα και μάλλον έτσι θα φύγω, δεν αφήνω τον εαυτό μου να πέσει στην παγίδα της ταύτισης με το μεθυσμένο ζόμπι που γέννησε μέσα μου αυτές τις παράξενες σκέψεις. Εντοπίζω τη διαφορά μας με την ίδια συλλογιστική της πινακίδας. Σε αντίθεση με εκείνον, στη δική μου περίπτωση η οποιαδήποτε υπόδειξη, η παραμικρή οδηγία, δεν απευθύνονται στις ανάγκες ούτε κι εξυπηρετούν σκοπούς τρίτων. Πρόκειται μάλλον για ένα είδος κατευθυντήριων πληροφοριών που υπόκεινται σε πολλαπλή ανάγνωση κι ελεύθερη αξιολόγηση από εμένα τον ίδιο. Δεν κάνω κάτι διαφορετικό από το να αντιμετωπίζω μία και μοναδική ερώτηση (πως θα κοιμηθώ απόψε;) γνωρίζοντας πως από τη φύση της  πως δεν επιδέχεται μίας και μοναδικής απάντησης. Εύκολα λοιπόν διαπιστώνει κανείς την διαφορά μου με τον πορνόγερο της μπάρας: είναι διττή. Εκείνος, άθελά του απευθύνεται σε αγνώστους και ποτέ δεν καταφέρνει να αλλάξει τις ισορροπίες για τον ίδιο. Εγώ πάλι, καταπιάνομαι με ζητήματα αυστηρά προσωπικά αφήνοντας στην απ’ έξω τον κάθε άσχετο και συνήθως καταφέρνω να βγάλω κάτι απ’ όλη αυτήν την παράνοια του να με βλέπω ως πινακίδα.

Αφήνω το μπαρ κι ξαναγυρνώ στην πόλη. Επάνοδος στον κόσμο των κοιμισμένων ζωντανών. Είναι να μη ζηλεύει κανείς όσους δεν ξέρουν τι πάει να πει αϋπνία; Τι να λέμε τώρα…

Ώρες μετά, Τρίτη πρωί, κι ανοίγω τα μάτια με την αμφιβολία για το γεγονός πως πράγματι κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Μια αμφιβολία ικανή να με κρατήσει κουκουλωμένο στα σκεπάσματα παρ’ ότι θέλω να πάω τουαλέτα ανελέητα. Αισθάνομαι παράξενα που κατάφερα να κοιμηθώ…σχεδόν σαν να κορόιδευα τον εαυτό μου όλο το βράδυ. Ίσως πράγματι ο άσκοπος περίπατος να με έκανε να νυστάξω. Ίσως πάλι, να πήρα πολύ στα σοβαρά το όλο θέμα της πινακίδας προσπαθώντας να κοιμηθώ δίχως να αναλογίζομαι πως η αϋπνία με κρατά σε εγρήγορση ώστε να σκέφτομαι τρόπους αντιμετώπισης της. Όπως και να ‘χει το πράμα, κάτι δε μου πήγαινε καθόλου καλά με την όλη κατάσταση, αν και ομολογώ πως όταν κατουριέσαι αφόρητα και αναβάλλεις μαρτυρικά την επίσκεψη στην τουαλέτα αρνούμενος πεισματικά να εγκαταλείψεις τη ζεστασιά του παπλώματος, όλα σου φαίνονται απαίσια. Η πόλη ξυπνά γύρω σου, κόρνες και φωνές περαστικών εισβάλουν βίαια από το παράθυρο που ξέχασες ανοιχτό όλο το βράδυ, μα κανένα ερέθισμα δε διεγείρει τον εγκέφαλο περισσότερο από τη διαμαρτυρόμενη κύστη σου.

Διαβάστε επίσης  Παιδί μου τώρα που θα πας στο σχολείο

Το παίρνω απόφαση και μέσα σε τρία λεπτά έχω ανακουφιστεί και ρουφάω το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Ρίχνω μια ματιά έξω από το τζάμι και διαπιστώνω με ευχαρίστηση πως το χθεσινό δελτίο καιρού ήταν εγκυρότατο. Κωλόκαιρος. Συννεφιά και αδύναμες ψιχάλες…σαν διάρροια ένα πράμα. Δεν είναι η βροχή που με κάνει να χαμογελάω σαν ηλίθιος πάνω από το μπρίκι, αλλά η εξαίσια αφορμή που μου δίνεται ώστε να ακυρώσω κάποιο αδιάφορο ραντεβού για πρωινό καφέ. Στέλνω το μήνυμα δίχως να πολύ νοιάζομαι για όλους τους πιθανούς τρόπους που θα μπορούσε κανείς να επιστρατεύσει ώστε να βγει για καφέ έστω και με βροχή ( τρόπους που είμαι σίγουρος πως ο παραλήπτης δε θα άντεχε να μη μου επισημάνει ωστόσο) και απενεργοποιώ το τηλέφωνο. Σε κανένα τριωράκι θα ακολουθήσει και το απαραίτητο δεύτερο μήνυμα απολογίας για το γεγονός πως ξέχασα να φορτίσω το κινητό μου. Όλα λυμένα με λίγα λόγια.

Αράζω στη βεράντα καταφέρνοντας να συγχυστώ χωρίς καλά καλά να έχω στρώσει τον κώλο μου στην πλαστική καρέκλα. Ο μαλάκας από πάνω ωρύεται στο κινητό του για κάποιο τιμολόγιο και άλλες λεπτομέρειες που δεν είμαι διατεθειμένος να δαπανήσω ενέργεια συνδέοντας τες με το τιμολόγιο και την οργή που εξαπολύει πρωινιάτικα στη βεράντα του. Αρχίζω να ξεροβήχω όσο πιο αδιάκριτα και εκνευριστικά μου επιτρέπει η πρωινή μου διάθεση να γίνομαι αντιπαθητικός. Σε δύο λεπτά του έχω σπάσει τα νεύρα και ακούω το γδούπο της μπαλκονόπορτας τρία μέτρα από το κεφάλι μου. Ησυχία και πάλι…

Στο μεταξύ η βροχή έχει δυναμώσει για τα καλά και αναρωτιέμαι εάν πράγματι θα γίνει πιστευτή η δικαιολογία μου για τον καφέ. Ρίχνω μια ματιά στο παρκάκι κάτω από την οικοδομή και διαπιστώνω με έκπληξη πως το αιωνόβιο πρεζάκι της γειτονιάς δεν μοιάζει να πτοείται από τη νεροποντή, ξαπλωμένος σαν αστερίας στο μοναδικό παγκάκι που δεν του λείπει ούτε μία σανίδα. Σκέφτομαι πως η πόλη αυτή δε διαφέρει σε τίποτα από οποιαδήποτε άλλη. Άλλους τους δέχεται με ανοιχτές αγκάλες, φανερώνοντάς τους γούστα και καλοπέραση, άλλους τους κλάνει για τα καλά προσφέροντας τους φτηνή πρέζα και αρτιμελή παγκάκια. Είναι ωστόσο κι εκείνοι που δεν ανήκουν στ’ αλήθεια σε μία πόλη. Απλοί παρατηρητές που περιφέρονται από καπρίτσιο σε καπρίτσιο και δέχονται το γεγονός πως η πόλη αδιαφορεί γι’ αυτούς όσο έχουν συνηθίσει κι οι ίδιοι να αδιαφορούν για το οτιδήποτε. Είναι αλήθεια πως δεν αισθάνομαι λύπη για το πρεζάκι όσο κι αν κάποι  ένστικτα ενός εγκεφάλου μαθημένου στην υποκρισία και τις ψευδό-καλοσύνες μου υπενθυμίζουν έννοιες όπως εν-συναίσθηση και αλληλεγγύη. Στην πρώτη περίπτωση, διαπιστώνω πως θα έπρεπε να απλωθώ κι εγώ σε κάποιο παγκάκι στη μέση του κατακλυσμού ώστε να αισθανθώ το μαρτύριο του συνανθρώπου μου, ενώ σε ό,τι αφορά την αλληλεγγύη, ο μόνος τρόπος που μου έρχεται στο μυαλό είναι να προσφέρω κατάλυμα σε έναν ηρωινομανή άγνωστο.

Διαβάστε επίσης  Τι χρώμα να βάψω το μαλλί μου;
Πηγή: tothemaonline.com

Παρόλο που αισθάνομαι αρκετά καλά με τον εαυτό μου, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τη λεπτή γραμμή μεταξύ καλοσύνης και παραλογισμού, μου είναι και πάλι αδύνατο να συνεχίσω να αντικρίζω το όλο θέαμα. Για ακόμη μία φορά καταφεύγω στη σπουδαιότερη λύση όλων επιλέγοντας να αδιαφορήσω, αφήνοντας την πόλη να ασχοληθεί όπως καταλαβαίνει με το πρεζάκι της. Είμαι φυσικά πεπεισμένος πως κι αυτή δε θα του φερθεί με τρόπο αλλιώτικο από τον δικό μου αλλά στην τελική εγώ δεν παύω να αποτελώ μία ασήμαντη μονάδα με περιορισμένες επιλογές και ελάχιστες λύσεις να προσφέρω.

Χασομεράω επιδιδόμενος σε εμμονικό ζαπινγκ από πρωινάδικο σε πρωινάδικο. Ενημερώνομαι για τις τελευταίες τάσεις στο χώρο του υαλουρονικού, τις αξιοσημείωτες επιδόσεις μίας άγνωστης, πλην εντυπωσιακής ξανθιάς σε κάποιο ριάλιτι επιβίωσης, τις σπαρταριστές ίντριγκες που θα μας καθηλώσουν στους καναπέδες μας με την έλευση μίας νέας, θυελλώδους αισθηματικής σειράς κάθε βράδυ στις εννιά, ακόμη και για τις ενδυματολογικές επιλογές ενός λαμπερού ζεύγους που φιγουράρει σε ρομαντικό ενσταντανέ σε κάποιο εστιατόριο που ο μέσος τηλεθεατής θα πρέπει να δουλέψει τρία-τέσσερα μεροκάματα για πατήσει το ανάξιο πόδι του. Το ότι η πόλη σε κλάνει δε σημαίνει πως σου απαγορεύει να λιγουρεύεσαι τον τρόπο ζωής όσων λατρεύει. Το νέο αφήγημα της κοινωνικής ανέλιξης συνοψίζεται σε ένα διακαή πόθο για instagramικές βιτρίνες με πανάκριβα αποφάγια και μπόλικο υαλουρονικό. (Άντε και κανένα κώλο…)

Τελειώνω τον καφέ και ρίχνω το δεύτερο κατούρημα της μέρας, χωρίς καθυστέρηση και ναζάκια αυτή τη φορά. Ένα διαπεραστικό κρακ στο δεξί μου γόνατο καθώς σηκώνομαι από τον καναπέ κι ένα στομάχι πιο χάλια από ποτέ, παρόλη την αυτοσυγκράτηση που επέδειξα το προηγούμενο βράδυ καταναλώνοντας σχεδόν τη μισή ποσότητα αλκοόλ από τον μέσο όρο των τελευταίων ετών, χτυπάνε μέσα μου το καμπανάκι…φίλε κοντεύω τα τριάντα. Ίσως μια βόλτα στη πόλη απόψε να μου δώσει απαντήσεις και γι’ αυτό. Ίσως από αύριο να κάνω κι εγώ Instagram…

 

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

μπλε ροζ

Γιατί μπλε για τα αγόρια και ροζ για τα κορίτσια;

Ένα διακριτό έμφυλο στερεότυπο που κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες παγκοσμίως,

 Πηνελόπη Αλεξίου: Στα χνάρια της ποιητικής συλλογής “Πένθιμη Γη”

Η Πηνελόπη Αλεξίου, κοινωνική ανθρωπολόγος και ποιήτρια, συστήνεται στο λογοτεχνικό